Ο Ρόμπερτ Σνάιντερ έγραψε το έργο «Η βρωμιά» το 1991 όταν προέκυψε μια αθρόα μετανάστευση Αράβων στη Δύση. Κάτι βέβαια που δεν είδαν με καλό μάτι οι συντοπίτες του στην Αυστρία και οι νεοναζί κινήθηκαν εναντίον τους επιτιθέμενοι στα σπίτια τους, ασκώντας βία σωματική, φθάνοντας ακόμα και σε δολοφονίες.

Γράφει η Χαρά Κιούση

Δεκαεφτά χρόνια μετά «Η βρωμιά» είναι τόσο επίκαιρη με τα κύματα των μεταναστών και των προσφύγων που κατέκλυσαν ιδιαιτέρως τη χώρα μας.

Και είναι μία «βρωμιά» ίδια με εκείνη που μέχρι πρόσφατα  «οι μαυροκέφαλοι» εμείς προξενούσαμε στην πολιτισμένη Δύση. Μια  «βρωμιά» που κανένα καθαριστικό ή άρωμα δεν μπορεί να εξαφανίσει παρά μόνο η ανθρωπιά.

Ο Σαντ είναι ένας Άραβας φοιτητής της φιλοσοφίας που έφυγε από τη Βασόρα του Ιράκ ως λιποτάκτης γιατί δεν επιθυμούσε να πάρει μέρος στον πόλεμο του Κόλπου.

Η ενασχόλησή του με τη φωτογραφική μηχανή Leica έγινε η αφορμή να αγαπήσει τη γλώσσα και τον πολιτισμό της χώρας, που επέλεξε να εγκατασταθεί ονειρευόμενος φυσικά μια άλλη ζωή. Τώρα ζει φοβισμένος, κρυμμένος σ’ ένα ερειπωμένο χώρο, απομονωμένος ώστε να προφυλαχτεί απ’ όσα συμβαίνουν έξω στο δρόμο.

Μολότοφ, κυνηγητό άγριο, μαχαιρώματα, βρισιές, ξύλο είναι όσα τον τρομάζουν. Εκείνα που τον πονάνε όμως και τον σαστίζουν είναι ένα φιλικό βλέμμα, ένα ζεστό μειδίαμα στο δρόμο που του γεννά μια φρούδα ελπίδα. Γιατί αυτό που έχασε είναι η προσδοκία, το όραμα μιας ζωής ποιοτικής, που δυστυχώς περιορίζεται επικίνδυνα σε κάποια μαγαζιά όπου πουλά λουλούδια τα βράδια εισπράττοντας την ειρωνεία, την αδιαφορία, την περιφρόνηση και την σκληρότητα. Μόνη «πατρίδα» που έχει είναι μια ξένη καρέκλα όπου κάθεται  υπόλογος αλλά και παρατηρητής απέναντι στο κοινό.

Νιώθοντας ότι δεν μπορεί να ενταχθεί ανάμεσά του, καθώς εμποδίζεται από την εσωτερική μπόχα που βγάζει λόγω σκούρου χρώματος.

Οι σκηνοθετικές ιδέες της Κατερίνας Πολυχρονοπούλου ανέδειξαν τον  κοινωνικό μονόλογο του Ρόμπερτ Σνάιντερ, «ένα αντιρατσιστικό έργο για το φόβο και τη μοναξιά». Στο ρόλο του Σαντ, ο Κωνσταντίνος Φάμης «μιλά γι’ αυτά που δεν μπορείς να μιλήσεις», γι’ αυτά που υψώνουν φράχτες και εμπόδια στην ειρηνική συμβίωση των λαών.

Ο σκηνικός χώρος που δημιούργησε η Παναγιώτα Κοκκορού περιορίζεται πρακτικά, έχοντας τη φθορά και την εγκατάλειψη  του χρόνου. Λίγα κόκκινα τριαντάφυλλα, κούτες χάρτινες για στρώμα, ένα μαξιλάρι, μια βαλίτσα, μια καρέκλα και σκόρπια κεριά που ρίχνουν το τρεμάμενο φως τους, είναι τα λιγοστά υπάρχοντα του Σαντ. Τον περήφανα εξομολογητικό δραματικό λόγο του ντύνει ανακουφιστικά κάποια μουσική, ενώ έντονοι χτύποι και θόρυβοι επιτείνουν την αίσθηση φόβου.

Ο πρωταγωνιστής, «ενώ οι δρόμοι της Δύσης διαρκώς σκουραίνουν», μιλά με σθένος θεατρικό για τη μοναξιά, την κοινωνική του απομόνωση, το θυμό, το φόβο στη ζωή, για τις διαφορές, τις ανάγκες. Για όλα όσα νοσταλγεί και τον συντηρούν τον κάνουν να ελπίζει, να αντέχει. Συγκρίνει, κρίνει, σχολιάζει, χλευάζει την  «πολιτισμένη» Δύση που τον γκετοποιεί, τον αποκλείει και ενοχλημένος επιστρέφει την μιαρότητα της  «βρωμιάς» του σκούρου χρώματος πάνω της. Ο φόβος όμως ανυποχώρητος τον οδηγεί σε ψυχικό αδιέξοδο. Γίνεται μεταδοτικός, ενώ τον ενοχλεί ο Αιγύπτιος μετανάστης που βρίσκει καταφύγιο μέσα στον ίδιο χώρο.

Η συγκλονιστική παράσταση τονίζει τη λαϊκή ρήση  «φοβάται ο Γιάννης το θεριό ή το θεριό τον Γιάννη;» Εξάλλου οι σχέσεις πολιτών και Κρατών λειτουργούν όπως τα συγκοινωνούντα δοχεία, κι’ ο φόβος μεταφορικά δεν έχει την ίδια πυκνότητα.

Συντελεστές:

Μετάφραση: Κοραλία Σωτηριάδου
Σκηνοθεσία: Κατερίνα Πολυχρονοπούλου
Σκηνικά- Κοστούμια: Παναγιώτα Κοκκορού

Στο ρόλο του Σαντ, ο Κωνσταντίνος Φάμης

Παραστάσεις:
Τετ. Πεμ. στις 21:00

Τιμές εισιτηρίων:
10 ευρώ (Κανονικό)
8 ευρώ (Προπώληση – Φοιτητικό – Μαθητικό – ΑΜΕΑ)

Διάρκεια παράστασης: 70 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)