Μετά τη σχεδόν ολική άρση του lockdown, ο εφιάλτης της κίνησης επέστρεψε στους δρόμους της πόλης, σε βαθμό μεγαλύτερο από την προ πανδημίας εποχή, καθώς για λόγους πρόληψης πολλοί αποφεύγουμε τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και χρησιμοποιούμε τα ιδιωτικά μας μέσα μετακίνησης. Η κατάσταση από την μια μέρα στην άλλη έγινε ασφυκτική και οι πρώτες μετρήσεις δείχνουν ότι η κίνηση των Ι.Χ. μέσων έχει αυξηθεί περίπου κατά 6%.

Όμως, δεν ευθύνεται μόνο ο κυκλοφοριακός φόρτος για τις μεγάλες ουρές που συναντούμε τις τελευταίες ημέρες στους δρόμους (και μάλιστα μετά από σχεδόν ένα χρόνο άνετων και σβέλτων μετακινήσεων), αλλά και συγκεκριμένες κατηγορίες οδηγών, οι οποίοι πολλές φορές οδηγούν σαν κινητά «οδοφράγματα», ή αδιαφορώντας για τον κίνδυνο που πολλές φορές απειλεί περισσότερο τους ίδιους.

Οι τελευταίοι καταφέρνουν ούτως, ώστε ακόμα και σε ώρες θεωρητικής κυκλοφοριακής ηρεμίας σε δρόμους με δυο και τρεις λωρίδες κυκλοφορίας, ο ρυθμός δεν είναι ανάλογος με το πλήθος των οχημάτων που βρίσκονται εκείνη τη στιγμή στο συγκεκριμένο σημείο αλλά πολύ πιο αργός, ενώ και στους άλλους δρόμους τα προβλήματα είναι ουκ ολίγα και ο κίνδυνος εμπλοκής ιδιαίτερα αυξημένος.

Φυσικά, για την κατάσταση αυτοί δεν ευθύνονται μόνο οι οδηγοί, αλλά επειδή αυτοί είναι οι –θεωρητικά- πιο πρόσφοροι σε βελτίωση ώστε να εκτονωθεί η κατάσταση, εμείς σε αυτό το άρθρο θα ασχοληθούμε με τρεις κατηγορίες οδηγών, οι οποίες έχουν μεγάλη συμμετοχή στο σχεδόν καθημερινό κυκλοφοριακό αδιέξοδο που αντιμετωπίζουμε.

Πρώτη κατηγορία, οι οδηγοί μικρομεσαίων επαγγελματικών vans τα οποία έχουν πολλαπλασιαστεί ειδικά από την ημέρα του lockdown. «Ειδικότης» τους η κίνηση στην αριστερή λωρίδα ανεξαρτήτως ταχύτητας και χώρου στη δεξιά. Χαρακτηριστικό των οδηγών τους, η χρήση κινητού τηλεφώνου ή η ενασχόληση με χαρτιά που αφορούν ή όχι το εμπόρευμα. Μεγαλύτερο πρόβλημα το ότι, ακολουθώντας τους δεν έχεις τη δυνατότητα να δεις τι συμβαίνει μπροστά τους, οπότε αναγκάζεσαι να μένεις αρκετά πίσω, μέχρι που ένα ακόμα van θα καλύψει το «κενό» που αφήνεις και θα αναγκαστείς να κάνεις ακόμα πιο πίσω.

Δεύτερη κατηγορία, οι πάσης φύσεως δικυκλιστές και ειδικά όσοι κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης ανακάλυψαν τα δίκυκλα σαν μέσο μετακίνησης εντός πόλης, επιλέγοντας συνήθως σκούτερ. Σε αυτούς προστίθενται και οι «αθλητές» ποδηλάτες, ο αριθμός των οποίων εκτοξεύτηκε από τότε που ο Χαρδαλιάς έβαλε το Β6 στη «βεβαίωση κατ’ εξαίρεση μετακίνησης πολιτών».

Χαρακτηριστικό των σκουτεράδων το ότι, κινούνται μονίμως παραβιάζοντας τους στοίχους (ανάμεσα στις λωρίδες κυκλοφορίας), βγαίνουν χωρίς αύριο από τις «τυφλές» γωνίες θεωρώντας δεδομένο το ότι τους έχεις δει και έρχονται στα φανάρια να σταθούν «επιδεικτικά» μπροστά από όποια οχήματα είναι στην πρώτη γραμμή. Πρόβλημα, το ότι δεν γνωρίζουν πως υπάρχει απόφαση του Αρείου Πάγου καταδικαστική για δικυκλιστή που κινούμενος «ιππαστί» στις λωρίδες κυκλοφορίας κτυπήθηκε από αυτοκίνητο. Όσο για τους ποδηλάτες, ειδικεύονται στην κίνηση ανάποδα σε μονόδρομους και στην παραβίαση ερυθρού σηματοδότη, με χαρακτηριστικό κάποιων, να κοιτούν «προκλητικά» τους οδηγούς οχημάτων σαν να τους λένε «κτύπα με και θα δεις τι θα πάθεις».

Τρίτη και πιο επικίνδυνη ομάδα οδηγών, οι «διασυνδεδεμένοι», δηλαδή αυτοί που συνεχώς μιλούν στο κινητό τους, κρατώντας το -κατά τεκμήριο- ή μπροστά στο πρόσωπό τους με ανοικτή ακρόαση, ή (αυτό δεν μπορώ να το εξηγήσω) με τη μέθοδο «κινητό στο δεξί χέρι, πάνω στο αριστερό αυτί». Συνήθως αυτοί είναι οδηγοί αστικών λεωφορείων (έχουν δεν έχουν επιβάτες) ή βαρέων μεταφορικών οχημάτων. Χαρακτηριστικό τους, η χωρίς ρυθμό κίνηση ανάμεσα στη ροή της κυκλοφορίας και η βλοσυρή ματιά που ρίχνουν σε όσους από παρακείμενα οχήματα τολμούν να τους κοιτάζουν. Εδώ είναι το δίκαιο του… ισχυρού που επικρατεί και όποιος θέλει, τα παράπονά του στον δήμαρχο, αφού οι ελεγκτικές αρχές σπάνια έως καθόλου ασχολούνται με τις περιπτώσεις αυτές.

Τι κάνουμε όταν τύχει να συναντηθούμε με κάποια από τις παραπάνω περιπτώσεις; Απλά κρατάμε την ψυχραιμία μας (ξέρω, είναι δύσκολο αυτήν την εποχή) και απομακρυνόμαστε (προσπερνώντας με ασφάλεια, ή μένοντας πίσω) από αυτές τις εν δυνάμει εστίες κινδύνου.