Η υπερπροβολή της προσωπικής ζωής των χρηστών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελεί ένα φαινόμενο της εποχής. Ωστόσο οι ειδικοί προειδοποιούν για τους κινδύνους που εγκυμονεί αυτή η τάση σε επαγγελματικό επίπεδο.

Ακόμα και το LinkedIn, που ξεκίνησε ως μια πλατφόρμα δικτύωσης, έχει πάρει διαφορετική μορφή τα τελευταία χρόνια, και έγινε ένας ιστότοπος για απευθείας μηνύματα προσωπικού χαρακτήρα και αναρτήσεις, που θυμίζουν όλο και περισσότερο το Facebook.

Μια νέα έρευνα παροτρύνει τους χρήστες να είναι πιο προσεκτικοί με το περιεχόμενο των αναρτήσεων στα social media, καθώς οι εργοδότες εξετάζουν εξονυχιστικά τα προφίλ τους. Επισημαίνει όμως πως και οι εργοδότες από την πλευρά τους θα πρέπει να είναι υπεύθυνοι και να αξιολογούν δίκαια τους υποψήφιους, αποφεύγοντας να ψάχνουν για πληροφορίες που μπορεί να επηρεάσουν – ακόμη και υποσυνείδητα – την άποψή τους.

Όπως αναφέρει η New York Post, σύμφωνα με την εν λόγω μελέτη, που πραγματοποιήθηκε από το πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας και δημοσιεύτηκε στις 15 Αυγούστου στο Journal of Business and Psychology, οι ερευνητές διαπίστωσαν πως η υπερβολική χρήση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επηρέασε αρνητικά την άποψη των εργοδοτών για τη «συναισθηματική σταθερότητα» και την «ευσυνειδησία» των αιτούντων για μια θέση εργασίας.

«Συχνά οι άνθρωποι συζητούν στα social media τις μάχες ψυχικής υγείας που μπορεί να δίνουν με στόχο να μειώσουν το στίγμα που σχετίζεται με τις προκλήσεις ψυχικής υγείας», δηλώνει η Λόρι Φόστερ, καθηγήτρια ψυχολογίας του πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας, εκ των συγγραφέων της μελέτης και προσθέτει:

«Η αντιμετώπιση του στίγματος γύρω από θέματα ψυχικής υγείας είναι εξαιρετικά σημαντική, αλλά η μελέτη που πραγματοποιήσαμε δείχνει ότι οι αναρτήσεις σχετικά με τη ψυχική υγεία ακόμη και σε πλατφόρμες όπως το LinkedIn θα μπορούσαν να έχουν απρόβλεπτες συνέπειες».

Αξίζει να σημειωθεί πως η μελέτη επικεντρώθηκε στο LinkedIn, το οποίο διαφημίζει περισσότερα από 930 εκατομμύρια μέλη, και ερωτήθηκαν 409 επαγγελματίες με «εμπειρία προσλήψεων» που εξέτασαν το προφίλ του ίδιου υποψηφίου για μια θέση εργασίας.

Στο πλαίσιο του πειράματος, το 25% των υπεύθυνων για την πρόσληψη ενός εργαζομένου είδε τη δημοσίευση ενός υποψήφιου σχετικά με ζητήματα ψυχικής υγείας, ενώ ένα άλλο 25% δεν είχε καμία γνώση για αυτήν. Ένα ακόμη 25% είδε τη σελίδα του υποψήφιου στο LinkedIn, αλλά χωρίς το περιεχόμενο σχετικά με τα ζητήματα ψυχικής υγείας, ενώ ταυτόχρονα ενημερώθηκε για το περιεχόμενο της συνέντευξης που έκανε για τη δουλειά. Το τελευταίο 25% είδε και την παραλειπόμενη ανάρτηση σχετικά με την ψυχική υγεία, ενώ άκουσε και τη συνέντευξη.

Στη συνέχεια, ζητήθηκε από την ομάδα της μελέτης να αξιολογήσει την ικανότητα του αιτούντος να αποδίδει στην εν λόγω εργασία.

«Διαπιστώσαμε ότι οι συμμετέχοντες στη μελέτη που είδαν τη δημοσίευση στο LinkedIn σχετικά με τις προκλήσεις ψυχικής υγείας θεωρούσαν τον υποψήφιο λιγότερο συναισθηματικά σταθερό και λιγότερο ευσυνείδητο», δήλωσε η συγγραφέας της μελέτης Τζίνα ΜακΚίνσεϊ, επίκουρη καθηγήτρια ψυχολογίας στο Meredith College. Αξίζει να σημειωθεί πως οι ενδοιασμοί για τη «συναισθηματική του σταθερότητα» περιορίστηκαν όταν οι υπεύθυνοι για την πρόσληψη άκουσαν τη συνέντευξη.

«Τα ευρήματά μας δεν σημαίνουν ότι οι άνθρωποι πρέπει να απέχουν από τις αναρτήσεις σχετικά με το άγχος και την κατάθλιψη στο LinkedIn», είπε η Τζίνα ΜακΚίνσεϊ. «Ωστόσο, οι άνθρωποι που σκέφτονται να δημοσιεύσουν σχετικά με αυτά τα θέματα θα πρέπει να γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επηρεάσει την αντίληψη των μελλοντικών εργοδοτών για αυτούς».  

Ωστόσο η Λόρι Φόστερ υπογραμμίζει πως το ζήτημα δεν βαραίνει αποκλειστικά τον υποψήφιο. Οι εργοδότες είναι εξίσου υπεύθυνοι για αυτές τις ενδελεχείς αναζητήσεις. «Όταν οι διευθυντές προσλήψεων αναζητούν υποψηφίους στο LinkedIn, κινδυνεύουν να δουν πληροφορίες που μπορούν να χρωματίσουν τις αντιλήψεις τους, ακόμη και υποσυνείδητα», τονίζει η Φόστερ και επισημαίνει:

«Οι εταιρείες θα πρέπει να εφαρμόζουν οδηγίες για τη χρήση του LinkedIn κατά τη διαδικασία πρόσληψης για να ενθαρρύνουν τις δίκαιες συγκρίσεις μεταξύ όλων των υποψηφίων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συζητούν ανοιχτά τις προκλήσεις ψυχικής υγείας».