Οι εκλογές της 14ης Μαΐου στην Τουρκία έχουν χαρακτηριστεί ως η κρισιμότερη εκλογική μάχη στον κόσμο το 2023. Ύστερα από μια 20ετή ηγεμονία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του κόμματός του AKP, το αποτέλεσμα των εκλογών αναμένεται να είναι καθοριστικό όχι μόνο για το μέλλον του ίδιου και της χώρας, αλλά και για τις διεθνείς γεωπολιτικές ισορροπίες.

Η εκλογική μάχη χαρακτηρίζεται αμφίρροπη, όμως για την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες, η απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα «Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ή Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου» έχει μια άλλη διάσταση: «Είτε Ερντογάν, είτε Κιλιτσντάρογλου… το σημαντικό είναι να μην κερδίσει ο Πούτιν».

Οι ΗΠΑ και ΕΕ φιλοδοξούν μετά τις εκλογές, η Τουρκία να επιστρέψει στο «δυτικό άρμα» εγκαταλείποντας οριστικά τη Μόσχα. Πόσο πιθανό και εύκολο είναι όμως αυτό;

Η πολιτική Ερντογάν

Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ξεκίνησε την πολιτική σταδιοδρομία του ως ένας φιλοδυτικός πολιτικός, προωθώντας στα πρώτα χρόνια της ηγεσίας του την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Η χώρα αναγνωρίζεται και ως ένα σημαντικό μέλος του ΝΑΤΟ, ωστόσο οι γεωπολιτικές εξελίξεις των τελευταίων χρόνων και η «αυγή» μιας νέας ψυχροπολεμικής περιόδου δημιούργησαν νέα δεδομένα.

Ο Ερντογάν όχι απλώς υιοθέτησε μια πιο αυστηρή και επιθετική ρητορική έναντι των δυτικών συμμάχων, αλλά απαγκιστρώθηκε από το δυτικό άρμα εφαρμόζοντας μια πολύπλευρη εξωτερική πολιτική, που τον έφερε ακόμη και σε σύγκρουση με παραδοσιακούς συμμάχους, τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Πολλοί από τους «φίλους» του είναι «δυσάρεστοι» για τη Δύση και κάποιοι, όπως η Ρωσία, αποτελούν πλέον τον απόλυτο «εχθρό».

Όπως υπογραμμίζει το CNN, κομβική στιγμή για τη σύσφιξη των σχέσεων του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, υπήρξε η 15η Ιουλίου του 2016. Τη νύχτα της απόπειρας του πραξικοπήματος για την ανατροπή του Ερντογάν, ο Ρώσος Πρόεδρος τηλεφώνησε στον Τούρκο ομόλογό του και πρόσφερε υποστήριξη. Στον αντίποδα, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, τηλεφώνησε στον Ερντογάν τέσσερις ημέρες αργότερα και ενώ ως ενορχηστρωτής του πραξικοπήματος κατηγορήθηκε από την Άγκυρα, ο Φετουλάχ Γκιουλέν, ο επικεφαλής του κινήματος Χιζμέτ, ο οποίος ζει εδώ και χρόνια στις ΗΠΑ.

Ο Ερντογάν έχει ζητήσει την παράδοσή του όμως οι αμερικανικές κυβερνήσεις έχουν επανειλημμένα αρνηθεί. Η στάση των ΗΠΑ ενίσχυσε το αφήγημα «βρώμικων συνωμοσιών» κατά της Τουρκίας και έτσι η Άγκυρα και η Μόσχα ήρθαν πιο κοντά. Ένα χρόνο αργότερα η τουρκική κυβέρνηση ανακοίνωσε την αγορά του ρωσικού πυραυλικού συστήματος S400, προκαλώντας αντιδράσεις στις χώρες μέλη του ΝΑΤΟ και οδηγώντας τις σχέσεις Τουρκίας – ΗΠΑ στο ναδίρ.

Τον τελευταίο χρόνο, και μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατάφερε να πατήσει σε δύο «βάρκες», πουλώντας από τη μία στο Κίεβο τουρκικά drones και αρνούμενος από την άλλη να επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία. Η στάση του Ερντογάν έδωσε τη δυνατότητα στην Τουρκία να παίξει ακόμα και το ρόλο του μεσολαβητή, ενώ παράλληλα συνέχισε το «τουρκικό παζάρι» για το «πράσινο φως» στην ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.

Ενισχύοντας και τους ενεργειακούς δεσμούς με τη Μόσχα, ο Τούρκος Πρόεδρος προχώρησε και στην κατασκευή του ρωσικού σταθμού πυρηνικής ενέργειας στο Άκουγιου. Η «διπλωματία των σεισμών», μετά το χτύπημα του εγκέλαδου που άφησε πίσω του πάνω από 50.000 νεκρούς, άμβλυνε τις εντάσεις, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για ανατροπή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.

Αλλαγή με τον Κιλιτσντάρογλου;

Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να υποστηρίξει πως το «πρόβλημα» για τη Δύση είναι ο Ερντογάν και άρα «η νίκη Κιλιτσντάρογλου θα ανατρέψει τα δεδομένα». Δυστυχώς για τη Δύση τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ο Κιλιτσντάρογλου, αλλά και υψηλόβαθμα στελέχη του συνασπισμού της αντιπολίτευσης, αποφεύγουν να δώσουν μια σαφή απάντηση για την εξωτερική πολιτική που θα ακολουθήσουν, ισορροπώντας στη «διπλή κατεύθυνση» της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.

Και αυτή η στάση εξηγείται: Οικονομικά, κοινωνικοπολιτικά αλλά και γεωπολιτικά. Τα εγχώρια προβλήματα είναι τόσα πολλά και τόσο σοβαρά που αναπόφευκτα θα βρεθούν σε προτεραιότητα. Εν μέσω μιας τρομακτικής οικονομικής κρίσης, η χώρα έχει ανάγκη να διατηρήσει τους εμπορικούς δεσμούς με τη Μέση Ανατολή, την Ευρώπη, αλλά και τη Ρωσία, η οποία εκτός των άλλων προσφέρει ενέργεια και αρκετό χρήμα από τον τουρισμό. Ο Πούτιν εκτιμάται πως θα μπορούσε να αξιοποιήσει την εξάρτηση της Τουρκίας από τη ρωσική ενέργεια, ώστε να πιέσει και τη νέα ηγεσία της χώρας σε περίπτωση ήττας του Ερντογάν.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως μετά από δύο δεκαετίες στην ηγεσία της χώρας, οι μηχανισμοί και το πανίσχυρο σύστημα που έχει αναπτύξει ο Ερντογάν – με θεσμούς, φορείς και μίντια – δεν θα εξαφανιστούν, συνεχίζοντας να επηρεάζουν την πολιτική κατεύθυνση της Τουρκίας, ακόμα και ως αντιπολίτευση. Επίσης, το AKP, το κόμμα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, φαίνεται πως θα παραμείνει το ισχυρότερο στο τουρκικό κοινοβούλιο.  

Σε κάθε περίπτωση, με την Τουρκία να έχει ακολουθήσει εδώ και χρόνια τη δική της πολύπλευρη εξωτερική πολιτική, το αντιδυτικό αίσθημα έχει ενισχυθεί σε όλο το πολιτικό φάσμα. Ακόμη λοιπόν κι αν ο Κιλιτσντάρογλου επιθυμούσε τον «εναγκαλισμό» με τη Δύση, μια τέτοια απόφαση θα μπορούσε να προκαλέσει και σημαντικούς τριγμούς εντός του ετερόκλητου συνασπισμού της αντιπολίτευσης. Το πιο κοινό σημείο των κομμάτων της αντιπολίτευσης είναι η επιθυμία τους για ανατροπή του Ερντογάν, όμως η ατζέντα τους, ιδιαίτερα στην εξωτερική πολιτική, είναι πολύ διαφορετική.

«Η Δύση θα πρέπει να αναγνωρίσει τον ρολό της Τουρκίας»

«Τι μπορεί να κάνει η Δύση; Να επιτρέψει στην Άγκυρα να κρατήσει αποστάσεις. Η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η Τουρκία είναι μια χώρα κυριολεκτικά και μεταφορικά σε σταυροδρόμι. Δεν είναι εξ ολοκλήρου στη Δύση ή στην Ανατολή. Η γεωγραφική της θέση την καθιστά έναν δύσκολο αλλά και χρήσιμο συνεργάτη […] Η Δύση πρέπει να αποδεχτεί το ρόλο του μεσολαβητή για την Τουρκία. Και είναι ένας ρόλος που οι Τούρκοι, υπό τον Ερντογάν ή αλλιώς, δεν έχουν άλλη επιλογή από το να τον παίξουν», σχολιάζει σε άρθρο της στο CNN, η Elmira Bayrasli, ειδικοί στην εξωτερική πολιτική και διευθύντρια του προγράμματος «Bard Globalization and International Affairs».