Ο Τιτανικός θεωρείτο το μεγαλύτερο επιβατηγό υπερωκεάνιο που δημιουργήθηκε από ανθρώπινο χέρι έως τις αρχές του 20ου αιώνα. Στο τραγικό ναυάγιό του, μόλις 4 ημέρες μετά τον απόπλου του, περισσότεροι από 1.500 άνθρωποι έχασαν την ζωή τους, σε ένα από τα πιο θανατηφόρα ναυτικά δυστυχήματα στη σύγχρονη ιστορία, εν καιρώ ειρήνης.

Παρόλο που έκτοτε έχουν περάσει περισσότερο από 100 χρόνια, οι ιστορίες του Τιτανικού συνεχίζουν να συναρπάζουν και να προκαλούν το ενδιαφέρον του κοινού. Και όχι μόνο αναφορικά με το ίδιο το δυστύχημα και πώς θα μπορούσε αυτό να αποφευχθεί, αλλά και γενικότερα με τον τρόπο ζωής των επιβατών του σε αυτό. Ακόμη κι αν το ταξίδι του διήρκησε μόλις λίγες ημέρες.

Ένα μεγάλο μέρος του ταξιδιού με τον Τιτανικό, λοιπόν, αφορούσε και στο φαγητό, αν αναλογιστεί κανείς ότι τα επίσημα γεύματα που σερβιρίζονταν ήταν τρία: πρωινό, μεσημεριανό, δείπνο. Τα γεύματα είχαν συμπεριληφθεί από την αρχή στην τιμή του εισιτηρίου για όλους σχεδόν τους επιβάτες, με εξαίρεση εκείνα στο à la carte εστιατόριο.

Υπήρχε, μάλιστα, αρκετό απόθεμα για να καλύψει τα 2.200 άτομα που επέβαιναν σε αυτό, για το αρχικό ταξίδι της μίας εβδομάδας που υπολογιζόταν ότι θα χρειαζόταν για να φτάσει από την Αγγλία στη Νέα Υόρκη. Στα ψυγεία και τις αποθήκες του Τιτανικού, λοιπόν, υπήρχαν 34 κιλά μοσχάρι, 5 κιλά φρέσκου ψαριού, 40 τόνοι πατάτας, 40.000 αυγά, 7.000 κεφάλια μαρουλιού, 4,5 κιλά ζάχαρης, 250 βαρέλια αλεύρι, 36.000 μήλα, χιλιάδες μπουκάλια αλκοόλ κ.α.

Παρόλο που ο Τιτανικός ήταν βρετανικό πλοίο, τα πιάτα που σερβιρίζονταν στους κατόχους εισιτηρίου Α’ θέσης είχαν περισσότερο διεθνή χαρακτήρα ακολουθώντας και τις τάσεις της εποχής, ενώ στη δεύτερη και τρίτη θέση τα φαγητά ήταν πολύ απλούστερα, μοιάζοντας περισσότερο στο καθημερινό βρετανικό και ιρλανδικό φαγητό που σερβίρεται στο σπίτι.

Οι κατηγορίες των μενού

Το γεγονός, λοιπόν, ότι υπήρχαν τρεις κατηγορίες επιβατών στον Τιτανικό, σήμαινε ότι τρία διαφορετικά μενού έπρεπε να σερβίρονται καθημερινά. Οι επιβάτες της πρώτης κατηγορίας είχαν μακράν την καλύτερη τροφή, σερβιρισμένη στα πιο εκλεπτυσμένα πιάτα και σε επίσημους χώρους. Είχαν πληρώσει αρκετά, άλλωστε, για αυτό το προνόμιο με το κόστος του εισιτηρίου τους (σε ορισμένες περιπτώσεις) οκτώ φορές περισσότερο από αυτό της δεύτερης θέσης και 25 φορές περισσότερο από την τρίτη.

Όπως ήταν η μόδα στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας εκείνης της εποχής, το φαγητό ήταν κυρίως σε γαλλικό στιλ, αλλά μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά βρετανικά πιάτα, όπως το ψητό μοσχαρίσιο κρέας, είχαν προστεθεί στο μενού. Υπήρχε, μάλιστα, πληθώρα επιλογών στο πρωινό και στο δείπνο, φτάνοντας ακόμη και τα 10 διαφορετικά πιάτα σε κάθε μενού.

Το φαγητό της δεύτερης θέσης, έμοιαζε περισσότερο με σπιτικό. Οι επιλογές γαλλικών πιάτων σπάνια εμφανιζόντουσαν στο μενού, δεδομένου ότι τα παραδοσιακά βρετανικά πιάτα αποτελούσαν και τη βάση του. Κοτόπουλο, ψητό ψάρι, αρνίσιο κρέας ή προβατίνα και ψητή γαλοπούλα ήταν τα πιο συνηθισμένα πιάτα, καθώς και πουτίγκα για επιδόρπιο. Μάλιστα, τη νύχτα που βυθίστηκε ο Τιτανικός, οι επιβάτες της δεύτερης θέσης είχαν για επιδόρπιο πουτίγκα με δαμάσκηνα, γνωστή και ως χριστουγεννιάτικη πουτίγκα.

Το φαγητό που σερβιριζόταν στους επιβάτες της τρίτης θέσης ήταν μια περιορισμένη εκδοχή εκείνου της δεύτερης. Οι συγκεκριμένοι επιβάτες, μάλιστα, δεν είχαν παράπονα, καθώς για πολλούς, αυτό το φαγητό ήταν πολύ καλύτερο από εκείνο που είχαν συνηθίσει.