Ο καθεδρικός ναός της Κολωνίας, ένα από τα εμβληματικά αρχιτεκτονικά μνημεία της Γερμανίας, έχει αρχίσει να ταλαντεύεται εξαιτίας της λειτουργίας των συρμών μίας νέας γραμμής του υπογείου σιδηροδρόμου της πόλης και πιθανολογείται ότι μπορεί να κινδυνεύουν να καταστραφούν οι γοτθικού ρυθμού διάκοσμοί του και οι άλλοι πολιτιστικοί του θησαυροί, υπογραμμίζουν εκκλησιαστικοί υπεύθυνοι.

Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, οι αισθητήρες μέτρησης σεισμών επαλήθευσαν πως οι δονήσεις που ένοιωθαν οι πιστοί εντός του ναού προέρχονται από την κυκλοφορία των συρμών στις σήραγγες που διανοίχτηκαν τον περασμένο μήνα και διατρέχουν τη μία πλευρά του κτίσματος.

«Δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι αυτές οι επιπτώσεις μπορεί μακροπρόθεσμα να προκαλέσουν ζημιές στο κτήριο», υπογραμμίζει στην ανακοίνωσή του ο πρωθιερέας του καθεδρικού Νόρμπερτ Φέλντχοφ.

Οι υπεύθυνοι του ναού συμφώνησαν χθες με τις αρχές μεταφορών και εκπροσώπους της πόλης πως οι συρμοί θα πρέπει να μειώνουν την ταχύτητά τους όταν θα διέρχονται κάτω από τον επιβλητικό καθεδρικό με τους δύο οβελίσκους του καμπαναριού του, που δεσπόζει στη μία από τις όχθες του Ρήνου.

Επίσης έχει συσταθεί μία ομάδα εργασίας για να εξετάσει κι άλλα μέτρα που θα αποβλέπουν στη μείωση της ταλάντωσης και του θορύβου.

Οικοδομημένος μεταξύ του 1248 και 1880, ο καθεδρικός της Κολωνίας υπέστη σοβαρότατες ζημιές από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά παρέμεινε όρθιος.

 Ο ναός είναι ένα από τα πλέον επισκέψιμα μνημεία της Γερμανίας και έχει ανακηρυχθεί μνημείο της παγκόσμιας κληρονομιάς από την Ουνέσκο.
Ένα από τα σπουδαιότερα κειμήλιά του είναι η Λειψανοθήκη των Τριών Βασιλέων, που φέρεται ότι περιέχει τα λείψανα των μάγων σοφών που υπέβαλαν τα σέβη τους στον Χριστό μετά τη γέννησή του.

Η νέα γραμμή του υπογείου στην Κολωνία εκτός από την ταλάντωση του Καθεδρικού, έχει προκαλέσει και άλλα προβλήματα στην τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της Γερμανίας. Δύο άνθρωποι είχαν χάσει τη ζωή τους το 2009 κατά τη διάρκεια των εργασιών κατασκευής της, όταν κατέρρευσαν τα Αρχεία της πόλης, όπου φυλάσσονταν πολύτιμα έγγραφα, κάποια εκ των οποίων χρονολογούνται από 1.000 ετών.