Τρομοκρατικό χτύπημα χαρακτήρισε η πρωθυπουργός της Νέας Ζηλανδίας Τζασίντα Άρντερν την επίθεση σε δύο τεμένη στην πόλη Κράιστσερτς, κατά τη διάρκεια της προσευχής της Παρασκευής, στην οποία έχασαν τη ζωή τους σαράντα άνθρωποι και ακόμα τουλάχιστον είκοσι τραυματίστηκαν σοβαρά.

«Από όσα ξέρουμε μέχρι στιγμής, μοιάζει να ήταν καλοσχεδιασμένο» πρόσθεσε, «βρέθηκαν δύο αυτοσχέδιοι εκρηκτικοί μηχανισμοί στα οχήματα των υπόπτων και εξουδετερώθηκαν».

Η Άρντερν επιβεβαίωσε πως έχουν συλληφθεί τέσσερις, αναφορικά με το χτύπημα στο Κράιστσερτς, και είναι υπό κράτηση. Ο ένας είναι Αυστραλός πολίτης, όπως είχε ανακοινώσει νωρίτερα και ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας.

Ο δράστης μετέδωσε live μέσω Facebook την επίθεση, με το βίντεο να κυκλοφορεί στο διαδίκτυο και να προκαλεί ανατριχίλα.

«Είναι άνθρωποι με ακραίες απόψεις, που δεν έχουν καμία θέση στη Νέα Ζηλανδία ούτε πουθενά στον κόσμο» είπε για τους δράστες, και εξήγησε πως παρότι δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή λόγος να πιστεύεται πως υπάρχουν κι άλλοι ύποπτοι, οι αρχές διεξάγουν με όλα τα μέσα που διαθέτουν έρευνες για την υπόθεση. Μάλιστα οι αστυνομικές δυνάμεις του Κράιστσερτς ενισχύονται και με δυνάμεις από άλλες περιοχές.

«Η χώρα έχει τεθεί στον ύψιστο συναγερμό» πρόσθεσε, διαβεβαιώνοντας πως αυτό συμβαίνει ώστε να διασφαλιστεί πως όλες οι υπηρεσίες ανταποκρίνονται στις συνθήκες με τον πιο κατάλληλο τρόπο. Οι αρχές ζήτησαν από όλα τα τεμένη στη χώρα να κλείσουν.

Όλες οι πτήσεις από και προς το Κράιστσερτς ματαιώθηκαν για τη νύχτα κι η απόφαση αυτή, όπως τόνισε, θα επανεξεταστεί το πρωί.

Η Άρντερν προανήγγειλε πως θα έχει συνομιλίες με εκπροσώπους της μουσουλμανικής κοινότητας του Κράιστσερτς και τόνισε, εκ μέρους όλων των Νεοζηλανδών, όπως είπε, πως οι σκέψεις και οι προσευχές τους είναι με τους ανθρώπους που επλήγησαν στην επίθεση. «Το Κράιστσερτς ήταν το σπίτι αυτών των θυμάτων. Για πολλούς αυτό μπορεί να μην είναι το μέρος που γεννήθηκαν. Για πολλούς, η Νέα Ζηλανδία ήταν η επιλογή τους. Ένα μέρος στο οποίο ήρθαν συνειδητά και αφοσιώθηκαν. Το μέρος όπου μεγάλωναν τις οικογένειές τους, όπου ήταν μέλη μιας κοινότητας, την οποία αγαπούσαν και η οποία τους αγαπούσε. Ένα μέρος το οποίο επέλεξαν για την ασφάλειά του. Ένα μέρος όπου ένιωθαν ελεύθεροι για την κουλτούρα και τη θρησκεία τους».