Όταν οι δράστες της τρομοκρατικής επίθεσης που σημειώθηκε την Κυριακή στην παραλία Bondi στο Σίδνεϊ άρχισαν να πυροβολούν αδιακρίτως το πλήθος, ο Γουέιν και η Τζέσικα -μέχρι τότε άγνωστοι μεταξύ τους- βρέθηκαν παγιδευμένοι στον ίδιο εφιάλτη: δεν μπορούσαν να βρουν τα τρίχρονα παιδιά τους.

Μέσα στο χάος, ο καθένας χωριστά προσπαθούσε απελπισμένα να διακρίνει γνώριμα πρόσωπα στο γρασίδι. Άνθρωποι που είχαν συγκεντρωθεί για να γιορτάσουν την πρώτη ημέρα της Χάνουκα ούρλιαζαν και έπεφταν στο έδαφος για να καλυφθούν. Άλλοι έτρεχαν να σωθούν. Δυστυχώς, όμως, για κάποιους ήταν ήδη αργά.

Τα επόμενα δέκα λεπτά που ακολούθησαν τους φάνηκαν πραγματικά ατελείωτα.

Ο Γουέιν είχε καλύψει με το σώμα του τη μεγαλύτερη κόρη του, όμως το μυαλό του ήταν αλλού – στη μικρή Γκίγκι, που είχε χαθεί μέσα στον πανικό.

«Περιμέναμε να σταματήσουν οι πυροβολισμοί. Έμοιαζε με αιωνιότητα», λέει στο BBC.

Την ίδια ώρα, χωρίς εκείνος να το γνωρίζει, το βλέμμα της Τζέσικα έπεσε πάνω σε ένα μικρό κορίτσι με μια πολύχρωμη φούστα. Ήταν μόνη, τρομαγμένη, και φώναζε για να βρει τη μαμά και τον μπαμπά της.

Εκείνη τη στιγμή, η έγκυος μητέρα που δεν μπορούσε να προστατεύσει το δικό της παιδί, αποφάσισε να σώσει το μικρό κορίτσι που έβλεπε μπροστά της. Έπεσε πάνω στην Γκίγκι, την κάλυψε με το σώμα της και άρχισε να της λέει ξανά και ξανά: «Σε έχω». Δίπλα τους, σε απόσταση μόλις ενός μέτρου, μια γυναίκα πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε.

Όταν τελικά επικράτησε σιωπή, ο Γουέιν ήταν πλέον σίγουρος ότι η κόρη του ήταν νεκρή.

«Έψαχνα ανάμεσα στα αίματα και στα άψυχα σώματα», λέει συγκινημένος. «Αυτό που είδα δεν θα έπρεπε ποτέ να το δει άνθρωπος».

Και τότε, το BBC γράφει, πως ο απεγνωσμένος πατέρας είδε μια φούστα. Την πολύχρωμη φούστα που αναγνώριζε.

Η Γκίγκι ήταν ζωντανή. Λερωμένη με αίμα, αλλά σώα, καθώς την προστάτευε ακόμα με το σώμα της η Τζέσικα. Λίγο αργότερα βρέθηκε και ο γιος της Τζέσικα, που ήταν και εκείνος καλά στην υγεία του.

«Μου είπε ότι είναι απλώς μια μητέρα και ότι λειτούργησε ενστικτωδώς», λέει ο Γουέιν. «Για εμάς, όμως, είναι υπερηρωίδα. Και θα της χρωστάμε για όλη μας τη ζωή».

Το BBC αναφέρει πως αυτή είναι μόνο μία από τις ιστορίες ανιδιοτέλειας και θάρρους που έχουν αρχίσει να αναδεικνύονται μέσα από μία από τις πιο σκοτεινές ημέρες της Αυστραλίας.

Η επίθεση χαρακτηρίστηκε τρομοκρατική από τις Αρχές και θεωρείται η πιο φονική στην ιστορία της χώρας. Δεκάδες άνθρωποι τραυματίστηκαν, ενώ 15 -ανάμεσά τους και ένα κορίτσι 10 ετών- έχασαν τη ζωή τους από τους δύο ενόπλους, οι οποίοι, σύμφωνα με την αστυνομία, είχαν ως κίνητρο την ιδεολογία του Ισλαμικού Κράτος.

Το μόνο σίγουρο είναι πως πολλοί περισσότεροι άνθρωποι θα είχαν τραυματιστεί, αν δεν υπήρχε ο Άχμεντ αλ Άχμεντ.

Ο Αυστραλός πολίτης, που είναι ιδιοκτήτης καταστήματος και έχει καταγωγή από τη Συρία, έπινε τον καφέ του σε κοντινή απόσταση όταν ξεκίνησαν οι πυροβολισμοί. Όπως είπε ο πατέρας του στο BBC Arabic, ο Άχμεντ «είδε τα θύματα, το αίμα, γυναίκες και παιδιά πεσμένα στον δρόμο και τότε έδρασε».

Σε ένα βίντεο που κάνει τον γύρο των social media φαίνεται η στιγμή που ο αλ Άχμεντ πετάγεται πίσω από ένα αυτοκίνητο και παλεύει για να πάρει το όπλο ενός από τους δράστες. Ο ίδιος δέχτηκε πολλούς πυροβολισμούς και ενδέχεται να χάσει το χέρι του.

Τα δύο πρώτα θύματα της επίθεσης, ο Μπόρις και η Σοφία Γκούρμαν, καταγράφηκαν επίσης σε βίντεο από κάμερα αυτοκινήτου να παλεύουν με έναν από τους δράστες για να τον αφοπλίσουν. Ωστόσο, το BBC γράφει πως, παρόλο που τα κατάφεραν, ο δράστης πήρε ένα δεύτερο όπλο από το αυτοκίνητο από το οποίο μόλις είχε βγει και τους σκότωσε.

Η 14χρονη Τσάγια τραυματίστηκε στο πόδι την ώρα που προσπαθούσε να προστατεύσει δύο μικρά παιδιά από τους πυροβολισμούς.

Ο αστυνομικός Τζακ Χίμπερτ τραυματίστηκε στο κεφάλι και στον ώμο, αλλά συνέχισε να βοηθά τους παρευρισκόμενους μέχρι τη στιγμή που δεν μπορούσε πλέον σωματικά, όπως ανέφερε η οικογένειά του. Ο 22χρονος θα επιβιώσει, αλλά φέρει τραύματα που θα αλλάξουν τη ζωή του.

Ο ναυαγοσώστης Τζάκσον Ντούλαν φωτογραφήθηκε να τρέχει από μια γειτονική παραλία κατά τη διάρκεια της επίθεσης, μεταφέροντας κρίσιμα ιατρικά εφόδια.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως πέρα από τους δεκάδες γενναίους πολίτες που ήταν παρόντες την ώρα της φονικής επίθεσης, χιλιάδες ανιδιοτελείς Αυστραλοί έσπευσαν να δώσουν αίμα.

Οι Αρχές αναφέρουν ότι πολλοί εθελοντές ταξίδεψαν μέχρι και από δύο ώρες μακριά για να βοηθήσουν με όποιον τρόπο μπορούσαν. Ομοίως, εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας έσπευσαν στα νοσοκομεία μόλις άκουσαν για την επίθεση, ανεξάρτητα από το αν είχαν βάρδια.

«Αυτή είναι μια τρομερή, αδικαιολόγητη πράξη καταστροφικής βίας. Αλλά υπάρχουν ακόμα καταπληκτικοί άνθρωποι στην Αυστραλία, και χτες το βράδυ έδειξαν τα αληθινά τους χρώματα», δήλωσε ο πρωθυπουργός της πολιτείας, Κρις Μινς.