Έντονη πολιτική και κοινωνική αναταραχή προκάλεσε στην Ιταλία η δήλωση της υπουργού Οικογένειας, Εουτζένια Ροτσέλα, σχετικά με τις σχολικές επισκέψεις μνήμης στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς.

Κατά τη διάρκεια παρέμβασής της σε συνέδριο της Ένωσης Εβραϊκών Κοινοτήτων, η Ροτσέλα υποστήριξε ότι οι συγκεκριμένες επισκέψεις «ενθαρρύνθηκαν και αξιοποιήθηκαν» για να αναδειχθεί ότι ο αντισημιτισμός συνδέεται αποκλειστικά με τη φασιστική περίοδο.

Η δήλωση αυτή πυροδότησε σειρά έντονων αντιδράσεων, με την επικεφαλής του Δημοκρατικού Κόμματος, Έλι Σλάιν, να καλεί την πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι να αποδοκιμάσει δημοσίως τη θέση της υπουργού της.

Ιδιαίτερα συγκινητική και η τοποθέτηση της ισόβιας γερουσιαστή και επιζήσασας του Ολοκαυτώματος, Λιλιάνα Σέγκρε, η οποία εξέφρασε την απογοήτευσή της λέγοντας πως δυσκολεύεται να πιστέψει ότι μια κυβερνητική εκπρόσωπος θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τις επισκέψεις των μαθητών στο Άουσβιτς ως «εκδρομές» που προωθούν τον αντιφασισμό.

Ο γραμματέας του φιλοευρωπαϊκού κόμματος «Περισσότερη Ευρώπη», Ρικάρντο Μάτζι, συνέδεσε τη σημασία της ζωντανής μνήμης του Ολοκαυτώματος με την καλλιέργεια συνείδησης σε νεότερες γενιές, ενώ υπενθύμισε πως παρόμοιες πρωτοβουλίες ενισχύουν τον σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα σε κάθε σύγχρονη γεωπολιτική κρίση, συμπεριλαμβανομένων των γεγονότων στη Γάζα.

Η Ροτσέλα, απαντώντας στις επικρίσεις, υιοθέτησε αιχμηρό τόνο, κατηγορώντας την Αριστερά για πολιτική εργαλειοποίηση των δηλώσεών της. Επιπλέον, άφησε αιχμές για όσους, όπως υποστήριξε, επιλέγουν να αγνοούν τις προκλήσεις που σχετίζονται με τις πρόσφατες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, κάνοντας αναφορές σε πανό υπέρ της 7ης Οκτωβρίου, διαδηλώσεις και τη στάση πανεπιστημίων.

«Οι εκδρομές στο Άουσβιτς χρησίμευαν για να μας πούνε ότι ο αντισημιτισμός αφορούσε μια περίοδο η οποία εντασσόταν σε έναν ξεκάθαρο χώρο: τον φασισμό»