Οι Βαβύλοι είναι ένα μικρό και ήσυχο χωριουδάκι στο νοτιοκεντρικό τμήμα της Χίου, μόλις 8 χλμ. από την πόλη του νησιού. Το όνομά του σύμφωνα με την παράδοση οφείλεται στο γενοβέζικο επίθετο «Βαβύλας», ενώ το χτίσιμό του πραγματοποιήθηκε από τους σκλάβους των Γενοβέζων.

Οι κάτοικοί του ασχολούνται, κυρίως, με τη γεωργία, ενώ στο χωριό λειτουργεί και ένα μικρό βυζαντινό μουσείο, όπου εκτίθενται εκκλησιαστικά αντικείμενα και εικόνες από τον ναό της Παγανίας Κρήνας, σημείο αναφοράς για το χωριό.

Στους Βαβύλους, ωστόσο, υπάρχει ακόμη ένα ναός, αυτός της Υπαπαντής, μοναδικός όχι μόνο για το νησί, αλλά και για ολόκληρο τον Ορθόδοξο κόσμο. Αυτή η μοναδικότητα, μάλιστα, είναι που αποτέλεσε και το «μήλον της έριδος» για αρκετούς, κατά την δεκαετία του ’60, όποτε και ανεγέρθηκε ο ναός, σύμφωνα με δημοσίευμα της βρετανικής Telegraph.

Πιο συγκεκριμένα ο μικρός ναός δημιουργήθηκε το 1961 και το εσωτερικό του –αυτό είναι που προκαλεί και τις αντιδράσεις– φιλοτεχνήθηκε από δύο Αμερικανούς ζωγράφους, τη Juliette May Fraser, από την Χαβάη, και τον David Asherman, από το Μέιν. Η φιλοτέχνηση  πραγματοποιήθηκε αφιλοκερδώς, και, χωρίς οι ίδιοι οι καλλιτέχνες να το γνωρίζουν, έμελε να αποτελέσει ίριδα για πολλούς.

Εκτός από την εξωτερική του εικόνα που παραπέμπει στην χαρακτηριστική τεχνική των «ξυστών», που παρατηρείται κυρίως στο Πυργί, ένα από τα πιο φημισμένα Μαστιχοχώρια του νησιού, η εσωτερική εικόνα του ναού εντυπωσιάζει με την διαφορετικότητα που την χαρακτηρίζει.

Δύο αγγελικές μορφές δεξιά και αριστερά της εισόδου με την πρώτη να έχει έντονα χαρακτηριστικά ιθαγενή (πιθανότερο από τη Χαβάη, πατρίδα της ζωγράφου), ένας δικέφαλος αετός και Σφίγγες στο δυτικό τοίχος, η εικονογράφηση του Αγίου Γεωργίου εντελώς διαφορετική από τις συνηθισμένες, με τον δράκο να ίπταται πάνω από τον Άγιο και όχι να βρίσκεται στο έδαφος την ώρα που τον εξολοθρεύει, ως είθισται, αλλά και η απεικόνιση του Ιησού στην καθιστή στάση του λωτού κρατώντας ένα ρόδι, που έμοιαζε με έναν μικρό βούδα, προκάλεσαν πολλές αντιδράσεις.

Επιπλέον, και η τεχνική που χρησιμοποιήθηκε ξένιζε, καθώς δεν ήταν η συνηθισμένη που χρησιμοποιείται για την διακόσμηση των ναών.

Με την ολοκλήρωση της εικονογράφησης το 1963 η άρνηση της επίσημης εκκλησίας για την πραγματοποίηση των εγκαινίων του ναού ήταν έντονη, καθώς, σύμφωνα με δημοσίευμα της αθηναϊκής εφημερίδας «Ελευθερία» και το δημοσίευμα του Φώτη Κόντογλου, η τεχνική που χρησιμοποιήθηκε ήταν εντελώς έξω από τα βυζαντινά πρότυπα.

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι, μάλιστα, που βεβήλωσαν το έργο των Αμερικανών ζωγράφων κολλώντας πάνω σε αρκετές μορφές χάρτινες εικόνες αγίων, προκαλώντας φθορές στις τοιχογραφίες του ναού.

Τα εγκαίνια, μετά από έντονη άρνηση της Μητρόπολης του νησιού, πραγματοποιήθηκαν, τελικά, το 1986, 20 και χρόνια μετά την δημιουργία του, με τις όποιες αυθαίρετες παρεμβάσεις να έχουν απομακρυνθεί από το ναό. Η νέα «πρόκληση» που έχει να αντιμετωπίσει σήμερα ο ναός είναι η υγρασία, που κάνει έντονη την παρουσία της, προκαλώντας νέες φθορές.