Ο Ραμόν Ντίας τα είχε σπάσει με τη διοίκηση. Ο σπουδαιότερος προπονητής στην ιστορία της Ρίβερ μόλις είχε αποφασίσει να αποχωρήσει οικειοθελώς. Η διοίκηση βρήκε αμέσως τη λύση. Ως συνήθως, θα καλούσε κάποιον σπουδαίο παίκτη του παρελθόντος, τον οποίο θα γούσταραν οι οπαδοί και έστω και προσωρινά θα έλυναν το πρόβλημα. Αγνός, άφθαρτος και με τέλειο δείγμα στο ξεκίνημά του με τη Νασιονάλ Μοντεβιδέο (σ.σ.: σήκωσε κούπα στο ντεμπούτο του), ο Μαρσέλο Γκαγιάρδο αποτέλεσε μία επιλογή που ωστόσο, δεν καλοδέχτηκαν ούτε οι παίκτες, ούτε ο Τύπος.

Ειδικά όταν στις 6 Ιουνίου του 2014 εκείνος εμφανίστηκε με παράταιρο outfit για τα δεδομένα των Gallinas. «Ο νέος προπονητής της Ρίβερ ήρθε απ’ ευθείας από την Οξφόρδη», έγραψε κοροϊδευτικά η «Ole». Η αλήθεια είναι ότι ο Γκαγιάρδο ανέκαθεν διέφερε από το look του Αργεντινού ποδοσφαιριστή. Χωρίς μανίκια tattoo, με φλώρικη για τους συμπατριώτες του συμπεριφορά εντός γηπέδων, με γνώσεις φιλοσοφίας και μουσικής, άπειρα διαβάσματα, πήγε στην πρεμιέρα του με πουκαμισάκι, πουλόβερ ριγμένο στους ώμους, παπουτσάκι τύπου oxford και ευγενικά λόγια. Το εντελώς αντίθετο δηλαδή από τον σκληρό, αθυρόστομο, άτεγκτο προκάτοχό του.

Στο πρώτο εξάμηνό του είχε αναστρέψει όμως εντελώς το κλίμα. Αφού ισοφάρισε το αήττητο σερί αγώνων στην ιστορία του club (32 ματς), τους οδήγησε στην κατάκτηση του Κόπα Σουνταμερικάνα (Δεκέμβριος 2014), στον πρώτο διεθνή τίτλο έπειτα από 17 χρόνια. Και εκείνος ήταν που το 1997 τους είχε οδηγήσει και τότε, στο Σούπερκοπα Σουδαμερικάνα. Ως enganche με γρήγορη σκέψη, άριστο κοντρόλ, επιθετική παρόρμηση συνδυασμένη με τακτική προσήλωση και πάντα το μυαλό και στα ανασταλτικά καθήκοντά του, εξελίχτηκε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και προπονητικά.

Ο ίδιος παραδέχεται ότι έχει απομνημονεύσει κάθε ατάκα του Πεπ Γκουαρδιόλα και κάθε βιβλίο γραμμένο για τις μεθόδους του. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι ποτέ της η Ρίβερ δεν έπαιξε αντίστοιχη μπάλα. Ο Γκαγιάρδο άλλωστε μπορεί να δηλώνει λάτρης του Καταλανού, αλλά όπως έχει εξηγήσει με εύγλωττο τρόπο για την δική του ανέλιξη: «Πάντοτε πίστευα πως είμαι ένα προπονητικό μπέρδεμα. Στο μυαλό μου ακούω ταυτόχρονα φωνές του Γκουαρδιόλα, του Μπιέλσα, του Πέκερμαν, του Σιμεόνε και του Πασαρέλα. Και τελικά αυτό που σχηματίζεται, είμαι εγώ, η δική ομάδα».

Πώς όμως παράγεται αυτό το αποτέλεσμα; «Η χαρά του παιχνιδιού ήταν ανέκαθεν ο προορισμός και ο αυτοσκοπός. Το ίδιο αισθανόμουν και ως παίκτης και τώρα. Περισσότερο κι από τους τίτλους. Με χαροποιεί το να έχουμε χαρακτήρα, ταυτότητα: να είμαστε κάποιοι. Και πιστέψτε με έχω άπειρη υπομονή για να τα καταφέρω». Αυτό με την υπομονή το είχε δείξει από τα γεννοφάσκια του: «Εμένα δεν μου άρεσε η μπάλα. Από παιδί ήθελα μόνο να πετάω αεροπλάνα. Ωσπου στα 12 μου ο πατέρας μου με πήγε σε ένα δοκιμαστικό της Ρίβερ. Περιμέναμε έξι ώρες για να φτάσει η σειρά μας. Ο πατέρας μου νευρίασε και είπε να φύγουμε τρεις φορές. Τον έπεισα να μείνουμε. Και από τότε πέρασα σχεδόν όλη τη ζωή μου με αυτό το σήμα στην καρδιά».

Οι ειδικοί χαρακτηρίζουν το παιχνίδι του πιο ιταλικό. «Είναι ό,τι πιο Λάτιν κοντά στον Μαρσέλο Λίπι», έγραψε κάποτε ένας αρθρογράφος της «Clarin». Στη Νότια Αμερική πλέον είναι θρύλος. Πήρε την αγαπημένη ομάδα του και την έκανε να σβήσει μία για πάντα εκείνη την κατάρα του υποβιβασμού το υ2011. Πάνω απ’ όλα όμως θεωρείται ήδη τοποθετημένος στο Πάνθεον ως ο πιο σημαντικός στην ιστορία του συλλόγου και βάσει τίτλων. Ειδικά για τους οπαδούς της Ρίβερ όμως, θα είναι πάντα εκείνος που ταπείνωσε δύο φορές τη μισητή αντίπαλο. Το 2015, στον δρόμο προς το πρώτο του Κόπα Λιμπερταδόρες, την άφησε εκτός στη φάση των «16», για να φτάσει στο μεγάλο ραντεβού της Μαδρίτης και την κατάκτηση της υπέρτατης κούπας όλων των εποχών, στο πιο Super όλων των Superclasicos που παίχτηκαν ή θα παιχτούν ποτέ.

Και το έκανε από τον δύσκολο δρόμο. Τιμωρημένος από τα ημιτελικά με την Γκρέμιο, είδε από την εξέδρα στη Βραζιλία το VAR να του δίνει την πρόκριση στις καθυστερήσεις. Επειτα είδε την ομάδα του να ξεσπιτώνεται. Και στο ιστορικό ραντεβού πάλι δεν είχε θέση στον πάγκο. Στο «Μπομπονέρα» ήταν εκτός γηπέδου και στο «Σαντιάγο Μπερναμπέου» στα επίσημα. Εμφανίστηκε με τη λήξη για να γίνει ένα με τα δικά του παιδιά που τον λατρεύουν. Οπως και άπαντες στο οικοδόμημα των Εκατομμυριούχων. Οπως αντίθετα τον μισούν πλέον σε εκείνο της Μπόκα, θεωρώντας ότι τους τσάκισε για πάντα.

Μία εφημερίδα που βγάζουν οι οπαδοί της Μπόκα, τον χαρακτήρισε ως παιδί του Σατανά. Ολοι οι υπόλοιποι τον φωνάζουν με το παρατσούκλι που δεν γουστάρει καθόλου. Αλλωστε, όταν το 1993 ανέβηκε στην Α’ ομάδα της Ρίβερ, οι συμπαίκτες του ομόφωνα τον αποκάλεσαν «Muñeco», (σ.σ.: Κούκλο), εξαιτίας του παιδικού παρουσιαστικού που έχει ακόμα και στα 42 του το πρόσωπό του και του ότι ποτέ δεν ξεπέρασε σε ύψος τα 165 εκατοστά. Στα μάτια όμως των δικών του είναι ο πιο μεγάλος γίγαντας και ο ατέρμονος υπερασπιστής του συναισθήματός τους.

Ηταν ήδη πριν τον τελικό, όταν μιλούσε για τους πιστούς της ομάδας: «Πλέον δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι. Θα πάμε να παίξουμε στη Μαδρίτη, όπου αδίκως μα στέλνουν. Κλέβουν έτσι τους οπαδούς μας. Οπότε, αυτό που οφείλουμε να κάνουμε, είναι να γίνουμε εκείνοι και να αγωνιστούμε με τη δική τους ψυχή». Κάπως έτσι τον λάτρεψαν ακόμα περισσότερο, αν και λογικά σύντομα θα τον αποχωριστούν. Η Εθνική Αργεντινής και ομάδες της Ευρώπης θα τον καλέσουν. Ο Μαρσέλο Γκαγιάρδο θέλει να κάνει το δεύτερο, να περάσει τον Ατλαντικό. Ο Κούκλος ονειρεύεται πως μπορεί να γίνει ο νέος Τσόλο. Και πλέον έχει κάνει και όλον τον κόσμο να πιστεύει το ίδιο…

Πηγή: gazzetta.gr