Ο Τιερί Ανρί ήξερε ότι κάτι έπρεπε να αλλάξει. Η απόφαση είχε παρθεί – εκείνο το πρωινό θα πήγαινε στο γραφείο του Αρσέν Βενγκέρ στο London Conley και θα του έλεγε ότι δεν ήθελε να είναι στράικερ πλέον. Κανείς δε θα νοιαζόταν άλλωστε. Ούτε οι οπαδοί που ήταν απογοητευμένοι από τους πρώτους μήνες του 22χρονου στην Αρσεναλ, σίγουρα όχι ο ίδιος ο Ανρί, η αυτοπεποίθηση του οποίου ήταν στο πάτωμα μετά το δύσκολο ξεκίνημα στο βόρειο Λονδίνο. Πέρα από αυτά: Ηταν εξτρέμ, σωστά; Εκεί έπαιζε και είχε επιτυχίες με τη Μονακό, για τη Γαλλία στο Μουντιάλ 1998 -όπου ήταν ο πρώτος σκόρερ της ομάδας του- και μετά για τη Γιουβέντους. Ετσι τον ήξεραν όλοι, έτσι αναγνώριζε και ο ίδιος τον εαυτό του. Ο Ανρί, όμως, δεν πήγε στο γραφείο του Βενγκέρ τελικά εκείνη την ημέρα και ποτέ δεν του είπε ότι δεν ήθελε να είναι στράικερ πλέον. Οταν έφτασε για την προπόνηση, είχε αλλάξει γνώμη. Ας κάνει ακόμη μία προσπάθεια, σκέφτηκε. Ο Αρσέν πάντα ήξερε καλύτερα. Οταν απέκτησε τον Ανρί από τη Γιουβέντους για το ποσό-ρεκόρ (για το κλαμπ) των 11 εκατ. λιρών τον Αύγουστο του 1999, το έκανε με την πρόθεση να έχει αυτόν τελικά στην επίθεση. Ο Βενγκέρ είχε πει στον Ανρί ότι ήθελε να τον αποκτήσει, κατά τη διάρκεια μιας πτήσης από την Ιταλία στο Παρίσι, μία προφανώς τυχαία συνάντηση τους, στην οποία ο προπονητής των Κανονιέρηδων φέρεται να υπενθύμισε στον νεαρό: «Χαραμίζεις τον χρόνο σου ως εξτρέμ. Είσαι Νο9». Βασικά ήθελε να αποκτήσει τον Ανρί πριν αυτός πάει στη Γιουβέντους, αλλά οι Ιταλοί είχαν περισσότερα λεφτά. Ο παίκτης κάλεσε τον Βενγκέρ 30 λεπτά πριν υπογράψει, αλλά εκείνη την στιγμή ήταν πολύ αργά για να παρέμβει. Ο Αλσατός ήταν πάντα αυτός που είχε αναγνωρίσει τις δυνατότητες του Ανρί στη Μονακό, όπου έδωσε σε έναν σχεδόν 17χρονο Ανρί το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα, για να απολυθεί τελικά έπειτα από 17 μέρες λόγω του κακού ξεκινήματος της σεζόν 1994-95. Ο Τιερί ήταν ένας αποτελεσματικός στράικερ στα τμήματα υποδομής, όταν τα γκολ έρχονταν πολύ εύκολα σε μια περίοδο που, όπως ο ίδιος έχει πει, αισθανόταν σαν “πραγματικός στράικερ”. Εξακολουθούσε να θεωρείται όμως υπερβολικά ανέτοιμος για να προκαλέσει την ίδια ζημιά σε επίπεδο πρώτης ομάδας. Η Μονακό είχε επίσης τον φονικό Βραζιλιάνο Σόνι Αντερσον ως ηγέτης της επίθεσης τότε, οπότε ο Ανρί πέρασε τις πρώτες του μέρες παίζοντας στην αριστερή πλευρά, όπου μπορούσαν να αξιοποιηθούν τα χαρακτηριστικά του τέλεθα. Σταδιακά, η φυσική του θέση έγινε… αφύσικη. Οταν έφτασε στην Αρσεναλ όμως, δύο εβδομάδες πριν τα 22α γενέθλια του, ο Ανρί είχε να αντιμετωπίσει κάτι περισσότερο από απλά μια πρόκληση όπως η αλλαγή θέσης. Οι Κανονιέρηδες ήταν ακόμη θυμωμένοι για την αδίστακτη έξοδο του Νικολά Ανελκά προς τη Ρεάλ για 23 εκατ. λίρες και ήθελαν να αντικαταστήσουν τον πρώτο σκόρερ τους, ο οποίος ήταν ένα γκολ μακριά από το Χρυσό Παπούτσι της Premier League το 1998-99. Η Αρσεναλ είχε αποκτήσει τον ήρωα της Κροατίας στο Μουντιάλ 1998, Νταβόρ Σούκοερ, για 3,5 εκατ. ευρώ μία μέρα πριν την άφιξη του Ανρί, αλλά ο Κροάτης δεν ήταν ούτε νέος ούτε Γάλλος. Ηταν ο Ανρί, επομένως, αυτός που τέθηκε αμέσως σε σύγκριση με τον Ανελκά – ήταν ένα χρόνο μπροστά από τον συμπατριώτη του στο Clairefontaine, αλλά τον θεωρούσαν ελαφρώς λιγότερο ταλαντούχο. Οι δυο τους, πάντως, ήταν φίλοι, παρά το γεγονός ότι ο Ανελκά ήταν μερικώς υπεύθυνος για τον “υποβιβασμό” του Ανρί στην U-21 κάποια στιγμή. Ο Ανρί δεν ήθελε συγκρίσεις όταν του το ανέφεραν στις πρώτες συνεντεύξεις. Ο Βενγκέρ, εν τω μεταξύ, ήταν λίγο… επιθετικός. «Αν δεν θες συγκρίσεις, να μείνεις στο σπίτι σου», είπε ο τεχνικός των Κανονιέρηδων. «Αν θες να είσαι μεγάλος παίκτης, βγαίνεις στο γήπεδο και το δείχνεις. Εχει τις ικανότητες, την ποιότητα για να τα πάει τόσο καλά όσο και ο Νικολά. Ο Τιερί είναι πολύ πιο εξωστρεφής από ό,τι ήταν ο Νικολά. Είναι παίκτης ομάδας που θα δουλέψει σκληρά για την ομάδα». Ο νέος σταρ, όμως, κατέφθανε στο Highbury έχοντας ήδη θέμα αυτοπεποίθησης. Η θητεία του Ανρί στη Γιουβέντους δεν ήταν επιτυχημένη, αλλά οι δυσκολίες του στο Τορίνο σίγουρα είχαν εξήγηση. Για αρχή, πήγε στα μέσα του Ιανουαρίου 1999, με την Κυρία να είναι στη 10η θέση της Serie A και να χρειάζεται απεγνωσμένα γκολ – μόνο 18 σε 17 ματς. Υπέγραψε με τον Μαρτσέλο Λίπι, αλλά ο προπονητής παραιτήθηκε τρεις εβδομάδες αργότερα. Ο Ανρί ήταν βασικός σε 12 από τα 14 παιχνίδια για τα οποία ήταν διαθέσιμος με τον Κάρλο Αντσελότι ως διάδοχο του Λίπι. «Και στα τελευταία 5-6, είτε σκόραρα είτε έδινα ασίστ», είπε αργότερα στο FourFourTwo. «Γκολ ή ασίστ. Είναι αλήθεια ότι χρειάστηκα κάποια ματς για να συνηθίσω το σύστημα, γιατί παίζαμε ένα 3-5-2 στο οποίο δεν ήμουν συνηθισμένος, αλλά σύντομα προσαρμόστηκα και άρχισα να παίζω καλά». Υπήρχε λόγος, όμως, που οι προσδοκίες ήταν τόσο μεγάλες. Παρά τη νεαρή ηλικία του, ο Ανρί είχε ήδη παίξει σε ημιτελικούς Champions League και κυπέλλου UEFA, είχε κατακτήσει το πρωτάθλημα Γαλλίας, όπως και το Μουντιάλ (αν και δεν έπαιξε στον τελικό λόγω της αποβολής του Μαρσέλ Ντεσαϊγί). Οταν έφτασε στην Αρσεναλ τον Αύγουστο, αυτές οι αρχικές αμφιβολίες που είχε για τον εαυτό του, οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν είχε παίξει μπροστά νωρίτερα. Οπως ο Ανρί το έθεσε αργότερα μέσα στη σεζόν «έπρεπε να διδαχθώ ξανά τα πάντα σχετικά την τέχνη του striking». Ηταν και κάτι άλλο, όμως. Τα προηγούμενα επιτεύγματα του, έμοιαζαν πολύ μικρά για τον ίδιο, όταν παρουσιάστηκε για να παίξει με τους νέους συμπαίκτες του στο βόρειο Λονδίνο. «Αν και έφτασα ως παγκόσμιος πρωταθλητής, δεν ήμουν κανένας», παραδέχθηκε. «Και σωστά. Δεν είχα κατακτήσει τίποτα με την Αρσεναλ, άρα ποιος ήμουν; Ημουν απλά ένας ακόλουθος στο ξεκίνημα». Οι πρώτες μέρες του Ανρί στην Αρσεναλ έχουν ταυτιστεί με το απλό γεγονός ότι δεν σκόραρε στις πρώτες οκτώ εμφανίσεις του. Στα μέσα Σεπτεμβρίου έβαλε τελικά το πρώτο γκολ, στο 79ο λεπτό κόντρα στη Σαουθάμπτον και έδωσε τη νίκη, μόλις οκτώ λεπτά μετά την είσοδο του ως αλλαγή. Ο Τιερί δεν ήταν βασικός στο επόμενο ματς της Αρσεναλ, τέσσερις μέρες μετά, με αντίπαλο την ΑΙΚ Στοκχόλμης στο Wembley για τον όμιλο του Champions League, αλλά και πάλι ήρθε από τον πάγκο για να δώσει ασίστ στον Σούκερ και να σκοράρει κι αυτός για τη νίκη με 3-1. Παρ’ όλα αυτά, οι συγκρίσεις με τον προκάτοχο του δεν σταματούσαν. Σύμφωνα με τους Times, ο Ανρί ακόμη «έχανε ευκαιρίες που ο Ανελκά θα τις έκανε γκολ». Μία από αυτές, ήταν από πολύ κοντινή απόσταση. «Αν δεν είχαμε νικήσει, θα ένιωθα ότι απογοήτευσα τους πάντες», είπε μετά το ματς. «Κοίταξα το ρολόι και είδα ότι είχα 9 λεπτά στη διάθεση μου για να το διορθώσω». Το έκανε, φυσικά, αλλά αυτές οι δύσκολες σκέψεις τον έπνιγαν στους πρώτους τέσσερις μήνες στο Highbury: Ο Ανρί είχε βάλει μόνο 2 γκολ σε 17 αγώνες σε όλες τις διοργανώσεις, με την κατάσταση να τον βαραίνει συνεχώς. Τελικά ζήτησε υπομονή, αλλά αυτό που ακολούθησε ήταν άλλα επτά ματς χωρίς να σκοράρει, έπειτα από αυτή τη νίκη επί της ΑΙΚ. Μιλάμε για μια περίοδο, στην οποία ακόμη έπαιζε στο άκρο. «Νομίζω πως ο μίστερ θέλει να παίξω σε πιο κεντρικό ρόλο», είπε ο Ανρί. «Δεν υπάρχει πρόβλημα, αλλά αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μάθεις να κάνεις τα σπριντ σε έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Αυτό χρειάζεται χρόνο». Το turning point για την πρώτη σεζόν του Ανρί στην Αρσεναλ δεν ήταν ένα ματς στο οποίο σκόραρε ή ένα στο οποίο είχε συμμετοχή σε γκολ. Ηρθε στις 25 Νοεμβρίου 1999, σε ένα ματς για το κύπελλο UEFA με αντίπαλο τη Ναντ. Οι Κανονιέρηδες αποκλείστηκαν στον όμιλο του Champions League και “υποβιβάστηκαν” στον γ’ γύρο της δεύτερης διοργάνωσης. Ο Τιερί αντικατέστησε τον Φρέντι Λιούνγκμπεργκ με την Αρσεναλ 1-0 μπροστά και 20 λεπτά να απομένουν στο Highbury, και παρά το γεγονός ότι δεν κατάφερε να σκοράρει, ο νεαρός Γάλλος έδειχνε ορεξάτος και έφτιαξε αρκετές ευκαιρίες μόνος του. Ο Βενγκέρ είδε ότι αυτή ήταν η δική του ευκαιρία. Στο επόμενο ματς πρωταθλήματος κόντρα στη Ντέρμπι, τρεις μέρες μετά, θα έβαζε τον Τιερί για πρώτη φορά στην επίθεση δίπλα στον Ντένις Μπέργκαμπ. Ο Ανρί ήταν ενθουσιασμένος και ήξερε ότι αυτή ήταν η μεγάλη του ευκαιρία για να αποδείξει στον εαυτό του ότι μπορούσε να το κάνει. Δεν ήθελε να απογοητεύσει κανέναν, ειδικά τον Βενγκέρ, τον μεγαλύτερο υποστηρικτή του και “πνευματικό πατέρα” του. Οταν ο Ανρί αντικαταστάθηκε στο 72ο λεπτό, ήταν ένα standing ovation. Η Αρσεναλ βρέθηκε πίσω στο σκορ στο 2′ από το γκολ του Νταν Στάριντζ, αλλά ο Γάλλος ισοφάρισε για την ομάδα του Βενγκέρ εννιά λεπτά αργότερα, για να βάλει το γκολ της νίκης με ένα ωραίο τελείωμα στο 51′.

Την επόμενη μέρα οι Times περιέγραψαν τα γκολ ως «γκολ κλασικής ομορφιάς, συνδυάζοντας την ταχύτητα με τη σιγουριά της επαφής και τη γρήγορη ματιά στο στόχο, αποδεικνύοντας στην Αρσεναλ ότι μπορεί να τελειώσει φάσεις». Ο Ανρί αργότερα τα χαρακτήρισε «γκολ κανονικού στράικερ», ενώ ο Βενγκέρ είχε πει ότι «είναι η αρχή, ελπίζω, της μετατροπής». Την ίδια μέρα, ο Νικολά Ανελκά αρνήθηκε να παίξει για τη Ρεάλ Μαδρίτης κόντρα στη Θέλτα, ισχυριζόμενος (χωρίς να τον πιστεύει κανείς) ότι είχε χτυπήσει στο γόνατο. Εχοντας συμπληρώσει τέσσερις μήνες στο Bernabeu, παρέμενε χωρίς γκολ και θα παρέμενε μέχρι τις 26 Φεβρουαρίου. Ο Ανρί, εν τω μεταξύ, χρησιμοποιούσε ακόμη τα ΜΜΜ για να κινείται στο Λονδίνο τους πρώτους έξι μήνες, απολαμβάνοντας το γεγονός ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει το τρένο, αν χρειαζόταν, για να επιστρέψει σπίτι έπειτα από ένα ματς (“αν ήμουν στη Γαλλία θα ήταν αδύνατο να το κάνω”) αλλά αυτό δε θα διαρκούσε πολύ, αφού η σεζόν του θα άρχιζε να… παίρνει φωτιά. Δύο αγώνες μετά τη νίκη επί της Ντέρμπι, έβαλε το γκολ της ισοφάρισης κόντρα στη Γουίμπλεντον, για να ακολουθήσει μια ασίστ στον Κανού και ένα γκολ για το 2-0 επί της Λιντς. «Δε θα το είχε βάλει τρεις μήνες πριν», είπε ο Βενγκέρ, ο οποίος δεν ήταν πλέον ο μόνος που αναγνώριζε την ικανότητα του Γάλλου να παίζει μπροστά. Κανένα match report δεν ανέφερε τον Ανελκά πια. Στις 15 Ιανουαρίου, ο Αντί έβαλε δύο γκολ στο 4-1 επί της Αρσεναλ, κάνοντας… χαζό δύο φορές τον 37χρονο πρώην Κανονιέρη Στιβ Μπουλντ. Δύο ματς μετά, σκόραρε και κόντρα στη Μπράντφορντ για να φτάσει στα 8 γκολ σε 10 αγώνες.

Για τους τελευταίους 2,5 μήνες της σεζόν 1999/2000, ο Ανρί βασικά δεν παιζόταν. Η Αρσεναλ προχωρούσε ακάθεκτη στο κύπελλο UEFA, αποκλείοντας τις Λα Κορούνια και Βέρντερ Βρέμης για να φτάσει στον ημιτελικό, με τον Γάλλο να έχει βάλει πέντε γκολ σε αυτούς τους τέσσερις αγώνες. Το πρώτο του γκολ επί της Βέρντερ αποτέλεσε την αρχή σε ένα τρελό σερί δέκα αγώνων με τουλάχιστον ένα γκολ, στο οποίο μπήκε τέλος μόνο με μια σκληρή κόκκινη κάρτα κόντρα στη γερμανική ομάδα, η οποία είχε ως συνέπεια να απουσιάσει από τον πρώτο ημιτελικό με τη Λανς. Σε αυτά τα γκολ συμπεριλαμβανόταν το νικητήριο, από το σημείο του πέναλτι, κόντρα στην Τότεναμ στο πρώτο του ντέρμπι, όπως και άλλα δύο στην Τσέλσι. Αυτός ήταν ο Ανρί που οι οπαδοί της Αρσεναλ θα γνώριζαν και θα αγαπούσαν για άλλες επτά σεζόν, ένας παίκτης που είχε ένα υπέροχο στυλ όταν έτρεχε, ένας παίκτης που πλάσαρε τους τερματοφύλακες κατά βούληση, ένας παίκτης του οποίου η φοβερή νοοτροπία τον ώθησε σταθερά πάνω από τους συνομήλικους του. «Είναι σαν ένας μποξέρ», είπε ο Βενγκέρ μετά την επιστροφή του από τραυματισμό βάζοντας δύο γκολ στην Τσέλσι. «Είναι δυνατός και είναι 22 ετών. Μπορεί να σπρώξει στην άκρη οποιονδήποτε στον κόσμο». Η σεζόν του Ανρί δεν τελείωσε ακριβώς όπως θα ήλπιζε – ούτε καν ο Γάλλος που βρισκόταν σε εκπληκτική φόρμα δεν κατάφερε να αποτρέψει την ήττα από τη Γαλατασαράι, στα πέναλτι, στον τελικό του κυπέλλου UEFA. Και μπορεί η ιστορία να λέει ότι τερμάτισαν στη 2η θέση στο πρωτάθλημα, αλλά ο τίτλος ουσιαστικά δεν ήταν ποτέ ρεαλιστικός στόχος, αφού η ομάδα του Βενγκέρ ήταν εκτός μάχης από τα Χριστούγεννα, τερματίζοντας 24 ολόκληρους βαθμούς πίσω από μια κυρίαρχη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ (αλλά και 15 μπροστά από την 3η Λιντς). Αυτή, όμως, ήταν η σεζόν, στην οποία ο μαθητευόμενος του Βενγκέρ έγινε ένας… δολοφόνος, ξεκινώντας μια ιστορία αγάπης με την Αρσεναλ που θα συνεχιζόταν και μετά την αποχώρηση του για την Μπαρτσελόνα το 2007. Οταν επέστρεψε στις προπονήσεις για την προετοιμασία ενόψει της δεύτερης σεζόν στο Λονδίνο, ο Ανρί ήταν πρωταθλητής Ευρώπης με τη Γαλλία έχοντας θέση βασικού στα πέντε από τα έξι ματς των Τρικολόρ -τρία εξ αυτών μαζί με τον Ανελκά- και έβαλε τρία γκολ στην πορεία προς τον θρίαμβο. «Δεν μου αρέσει να θέτω στον εαυτό μου συγκεκριμένους στόχους, επειδή δεν υπάρχει λόγος να βάζεις τον εαυτό σου υπό πίεση», είχε πει ο Ανρί στα μέσα του Δεκέμβρη του ’99. «Παρ’ όλα αυτά, θέλω να με θυμούνται ως έναν σπουδαίο παίκτη». Πηγή: gazzetta.gr