Στο βλέμμα του μπορείς να παρατηρήσεις τη θλίψη. Από τα μικράτα του γνώρισε το σκληρό πρόσωπο του πολέμου.

Αναγκάστηκε να φύγει από την γενέτειρά του, το χωριό Μοντρίτσι, κοντά στο Ζαντάρ και να γίνει πρόσφυγας λόγω του εμφυλίου. Μόλις πέντε χρόνων ήταν όταν ξέσπασε ο πόλεμος που οδήγησε στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.

Ο πατέρας του Στίπε κατατάχθηκε στον στρατό, ενώ ο παππούς του Λούκα, εκτελέστηκε τον Δεκέμβρη του ’91 από Σέρβους κοντά στο σπίτι του.

Έζησε για κάποια χρόνια μαζί με τη μητέρα του Ραντόικα στο ξενοδοχείο Kolovare στο Ζαντάρ και μετά το τέλος του πολέμου, το 1995, μετακόμισαν οικογενειακώς στο ξενοδοχείο Iz. Τους επέτρεψαν να επιστρέψουν στο χωριό τους, αλλά επέλεξαν να μείνουν σε δυο μικρά δωμάτια ξενοδοχείου για να στηρίξουν τα όνειρά του.

Η μπάλα ήταν γι’ αυτόν όπως και για άλλους συνομήλικούς του, διέξοδος, ένας τρόπος να ξεφεύγει από τη σκληρή πραγματικότητα του πολέμου. Το γήπεδό τους ήταν το πάρκινγκ του ξενοδοχείου. Εκεί μαζεύονταν και έδιναν τους δικούς τους αγώνες.

Παράλληλα, ξεκίνησε το δημοτικό, ενώ με τις οικονομίες της οικογένειας και με τη συνδρομή του θείου του, γράφτηκε και στις ακαδημίες της NKΖαντάρ.

«Υπήρχε ένα αγόρι που όλη τη μέρα κλώτσαγε μια μπάλα γύρω από το ξενοδοχείο. Ήταν αδύνατο και μικροκαμωμένο για την ηλικία του, αλλά μπορούσες αμέσως να καταλάβεις ότι είχε κάτι ξεχωριστό. Κανείς μας τότε δεν μπορούσε να φανταστεί ότι κάποια μέρα θα γινόταν αυτό που είναι σήμερα», θυμάται ο πρόεδρος της NK Ζαντάρ, Γιόζιπ Μπάιλο, μιλώντας στην ισπανική τηλεόραση.

«Αυτό που θυμάμαι είναι ότι ζούσαμε συνέχεια με το φόβο. Χιλιάδες βόμβες εκτοξεύονταν από τους γύρω λόφους και κατέληγαν στο γήπεδο που κάναμε προπονήσεις και θυμάμαι τρέχαμε για να κρυφτούμε στο καταφύγιο», λέει ο Τόμισλαβ Μπάσιτς, ένας από τους πρώτους προπονητές του.

Η Χαϊντουκ, η πρώτη δύναμη στη Δαλματία και η ομάδα που υποστήριζε τον απέρριψε καθώς θεωρούσε πως ήταν μικροκαμωμένος και εύθραυστος. Έτσι στα τέλη του 2001, σε ηλικία 16 ετών κι αφού πρώτα είχε ξεδιπλώσει πτυχές του ταλέντο του σε ένα τουρνουά νέων στην Ιταλία, εντάχθηκε στο δυναμικό της Ντιναμό Ζάγκρεμπ.

Ο Μπάσιτς ήταν αυτός που κανόνισε τη μετακίνησή του στη Ντιναμό. Και εκεί όμως δεν τον πίστεψαν στην αρχή και χρειάστηκε να δώσει αγώνα για να αλλάξει γνώμη στους διοικούντες. Στα 18 του τον παραχώρησαν δανεικό πρώτα στη Ζρίνσκι, ομάδα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και εν συνεχεία στην Ίντερ Ζάπρεσιτς, στα προάστια του Ζάγκρεμπ. Και στις δύο περιπτώσεις, «έβγαλε» μάτια αναγκάζοντας τους ιθύνοντες της Ντιναμό να τον πάρουν πίσω και να του υπογράψουν δεκαετές συμβόλαιο.

Ήταν δικαίωση για τον ίδιο και οικογένειά του που τον πίστεψε και τον στήριξε κάνοντας πολλές θυσίες. Για να τους το ανταποδώσει τους αγόρασε ένα ωραίο διαμέρισμα στο Ζαντάρ.

Αυτός είναι ο Λούκα Μόντριτς, ο 32χρονος (9/9/1985) αρχηγός και ηγέτης της Εθνικής Κροατίας, ο «εγκέφαλος» της Ρεάλ Μαδρίτης, ένας από τους καλύτερους μέσους στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο.

Τι κρατά από εκείνα τα δύσκολα χρόνια; «Ο πόλεμος με έκανε πιο δυνατό, ήταν μια πολύ σκληρή περίοδος για μένα και την οικογένειά μου. Δεν θέλω να σέρνω αυτό το θέμα για πάντα, αλλά ούτε και να το διαγράψω από τη μνήμη μου».