Ο περίφημος θαλασσοπόρος κατάφερε να πραγματοποιήσει το πρώτο συναρπαστικό ταξίδι από την Ευρώπη στην Ινδία, κάνοντας τον εαυτό του ένα από τα πιο λαμπρά ονόματα της χρυσής εποχής των εξερευνήσεων!

Η επιτυχία του μάλιστα θα αποδεικνυόταν καθοριστική τόσο για την τύχη της ναυσιπλοΐας και των υπερπόντιων ταξιδιών, όσο και για τις εμπορικές σχέσεις Δύσης-Ανατολής, φέρνοντας τον κόσμο σαφώς πιο κοντά.

Η μνημειώδης αποστολή του στην Καλκούτα το 1497 θα βοηθούσε τους Πορτογάλους να εγκαθιδρύσουν αποικία στην Ινδία και θα έδειχνε τον δρόμο για τη σύναψη εμπορικών σχέσεων ευρωπαϊκών κρατών και ανατολικών εθνών, δίνοντας τέλος στις πολυάριθμες και αιματοβαμμένες αποτυχημένες προσπάθειες των προκατόχων του στις δεκαετίες που προηγήθηκαν του κατορθώματος του σπουδαίου Πορτογάλου…

Πρώτα χρόνια

Ο Βάσκο ντα Γκάμα γεννιέται γύρω στο 1460 (κάποια στιγμή από το 1460-1469) στο Σίνες της Πορτογαλίας μέσα σε οικογένεια αριστοκρατικής καταγωγής. Ελάχιστα είναι γνωστά για τα παιδικά του χρόνια, εκτός φυσικά από το γεγονός ότι ήταν ο τρίτος γιος του Εστεβάο ντα Γκάμα, που υπηρετούσε ως διοικητής του φρουρίου της Σίνες στη νοτιοδυτική «τσέπη» της Πορτογαλίας.

Ο νεαρός ντα Γκάμα βρίσκεται κάποια στιγμή να υπηρετεί στο ναυτικό της Πορτογαλίας, όπου εκπαιδεύτηκε στα ναυτικά καθήκοντα και έλαβε τις απαραίτητες γνώσεις πλοήγησης. Σύντομα βέβαια θα αποκτούσε φήμη ως σκληροτράχηλος και ατρόμητος ναυτικός, με τις περιπέτειές του να μην έχουν τέλος: το 1492, ο βασιλιάς Ιωάννης Β’ της Πορτογαλίας του αναθέτει την αποστολή της αιχμαλώτισης γαλλικών πλοίων στα ανοιχτά της Πορτογαλίας, σε μια πράξη εκδίκησης κατά του γαλλικού στέμματος για την παρεμπόδιση του ναυτικού στόλου των Πορτογάλων, εκστρατεία που ολοκληρώνει ο ναυτικός με απόλυτη επιτυχία!

Οι επιτυχημένες αποστολές του ντα Γκάμα για λογαριασμό του βασιλιά Ιωάννη Β’ θα συνεχιστούν και μετά το 1495, όταν αναλαμβάνει πλέον βασιλικά καθήκοντα ο Manuel. Σύντομα θα κάνουν και πάλι την εμφάνισή τους τα πορτογαλικά σχέδια για εξεύρεση θαλάσσιας οδού που να συνδέει Πορτογαλία και Ινδία, με τη χώρα να έχει ήδη εγκαθιδρυθεί ως ένα από τα σημαντικότερα ναυτικά έθνη του καιρού, προσελκύοντας στα εδάφη της μια σειρά από περίφημους χαρτογράφους, γεωγράφους και πλοηγούς της εποχής.

Οι πρώιμοι πορτογάλοι εξερευνητές είχαν ήδη εξερευνήσει εδώ και 40 χρόνια τις δυτικές ακτές της Αφρικής, εγκαθιδρύοντας εμπορικές σχέσεις με τα έθνη της περιοχής. Η Πορτογαλία έψαχνε ωστόσο νέο θαλάσσιο δρόμο για την Ινδία, καθώς η επέκταση της εμπορικής επιρροής των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων ήταν το απόλυτο ζητούμενο της εποχής. Παρά τις σημαντικές συνεισφορές των πορτογάλων θαλασσοπόρων, το νότιο και ανατολικό κομμάτι της Αφρικής παρέμενε όμως καλυμμένο με πέπλο μυστηρίου.

Το 1488 ωστόσο μια σημαντική ανακάλυψη λαμβάνει χώρα για λογαριασμό της Πορτογαλίας: ο ποντοπόρος Βαρθολομαίος Ντιάζ εξερευνεί το νότιο άκρο της Αφρικής και περνά για πρώτη φορά από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας! Το ταξίδι έχει αξιοσημείωτες επιπτώσεις, καθώς απέδειξε για πρώτη φορά ότι ο Ατλαντικός και ο Ινδικός Ωκεανός πράγματι συνδέονταν, πυροδοτώντας την ανανέωση του ενδιαφέροντος για την εξεύρεση θαλάσσιας σύνδεσης Ευρώπης και Ινδίας. Ο ήδη γνωστός δρόμος μέσω Ερυθράς Θάλασσας μονοπωλούταν από τους Ενετούς, με την ολοένα και αυξανόμενη δράση των μουσουλμάνων πειρατών να κάνουν τη χρήση της θαλάσσιας αυτής οδού σχεδόν αδύνατη.

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1490 λοιπόν, ο βασιλιάς της Πορτογαλίας είχε πειστεί για το ιδιαίτερα προσοδοφόρο εμπόριο μπαχαρικών από την Ινδία και βάλθηκε να πάρει ένα κομμάτι της αγοράς για τη χώρα του, έχοντας βέβαια πάντα στην άκρη του μυαλού του έναν μεγαλύτερο στόχο: την κατάκτηση του Ισλάμ της Ανατολής και την εγκαθίδρυσή του ως βασιλιά της Ιερουσαλήμ!

Πρώτο ταξίδι

Μέσα στο πλαίσιο αυτό, αναθέτει λοιπόν στον Βάσκο ντα Γκάμα την αποστολή στην Ινδία το 1497. Οι ιστορικοί ερίζουν για τον λόγο που επιλέχθηκε ο νεαρός και άπειρος εξερευνητής ντα Γκάμα για τη σπουδαίας σημασίας αυτή εκστρατεία, με τις εικασίες ωστόσο να κάνουν λόγο για τη φήμη που απολάμβανε ο ντα Γκάμα ως ατρόμητος σαμποτέρ του γαλλικού στόλου!

Όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι που ώθησαν το στέμμα να του εμπιστευτεί την αποστολή, στις 8 Ιουλίου 1497 ο ντα Γκάμα τίθεται επικεφαλής 4 καραβιών και 170 ναυτών, με τον ίδιο να επιβαίνει στη 200 τόνων ναυαρχίδα του, το περίφημο «Άγιος Γαβριήλ». Η αποστολή κατευθύνθηκε λοιπόν νότια, εκμεταλλευόμενη τους ούριους ανέμους κατά μήκος των ακτών της Αφρικής, και μέσα σε λίγους μήνες πορείας ήταν ήδη στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Από κει κατευθύνθηκαν βόρεια, κατά μήκος πάντα των ανατολικών ακτών της Αφρικής, με τα άγνωστα νερά του Ινδικού Ωκεανού να εγκυμονούν πολλούς κινδύνους.

Μέχρι τον Ιανουάριο του 1498, όταν η εκστρατεία είχε προσεγγίσει τη σημερινή Μοζαμβίκη, το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματός του έπασχε από σκορβούτο, αναγκάζοντας την αποστολή να ρίξει άγκυρα για περισσότερο από έναν μήνα για ξεκούραση, ανάρρωση και προμήθειες. Στις αρχές Μαρτίου, ο ντα Γκάμα αγκυροβόλησε στο λιμάνι της Μοζαμβίκης, μιας μουσουλμανικής εμπορικής πόλης-κράτους, με τον τοπικό σουλτάνο ωστόσο να εκδιώχνει άρον-άρον την αποστολή εξαιτίας των πενιχρών δώρων που έφερε στον ηγεμόνα ο εξερευνητής.

Μέχρι τις αρχές Απριλίου, ο μικρός στόλος είχε φτάσει στην περιοχή που είναι σήμερα γνωστή ως Κένια, και από κει θα ξεκινούσε ένα απαιτητικό ταξίδι 23 ημερών στην καρδιά του Ινδικού: στις 20 Μαΐου, ο ντα Γκάμα έφτασε στην Καλκούτα της Ινδίας! Η άγνοια ωστόσο του περιηγητή για τα έθιμα της περιοχής και η λάθος εκτίμησή του ότι οι κάτοικοι ήταν χριστιανοί θα οδηγούσαν σε ένα σωρό ευτράπελα. Παρά ταύτα, οι ινδουιστές κάτοικοι της Καλκούτας και ο ηγεμόνας τους καλωσόρισαν τον ντα Γκάμα και το πλήρωμά του στα εδάφη τους, με την αποστολή να μένει στην πόλη περίπου 3 μήνες.

Οι μουσουλμάνοι έμποροι της περιοχής δεν είδαν βέβαια με καλό μάτι τον ερχομό των Ευρωπαίων στην Ινδία, καθώς δεν ήταν έτοιμοι να απολέσουν μερίδιο από τις εμπορικές δραστηριότητές τους με τους Ινδούς. Και βέβαια τα φτωχά δώρα που είχε εξασφαλίσει για τον θαλασσοπόρο του ο βασιλιάς της Πορτογαλίας τον έκαναν να φαντάζει πειρατή στα μάτια του τοπικού ηγεμόνα, ο οποίος δεν πίστεψε ποτέ ότι επρόκειτο για βασιλικό απεσταλμένο.

Παρά τα προβλήματα στις σχέσεις και τις εμπορικές δραστηριότητες, ο ντα Γκάμα κατάφερε να εξασφαλίσει αγαθά που ισοδυναμούσαν με 60 φορές τα έξοδα της αποστολής του(!), και στις 29 Αυγούστου 1498 έβαλε πλώρη για Πορτογαλία. Η επιλογή της ημερομηνίας δεν θα μπορούσε βέβαια να ήταν χειρότερη, καθώς η αναχώρησή του συνέπεσε με την έναρξη της περιόδου των Μουσώνων: μέχρι τις αρχές του 1499, οι κακουχίες, το σκορβούτο και η αιματηρή οικονομία που έκανε ο καπετάνιος στις προμήθειες θα άφηναν νεκρούς πολλούς ναύτες του, με τον ντα Γκάμα να πυρπολεί και ένα από τα πλοία του.

Η αποστολή κατάφερε ωστόσο να επιστρέψει στην Πορτογαλία στις 10 Ιουλίου 1499, δύο ολόκληρα χρόνια από τη μέρα που είχαν καταπλεύσει από τη χώρα τους! Το ταξίδι του ντα Γκάμα κάλυψε μια απόσταση μεγαλύτερη των 24.000 μιλίων, ενώ μόνο 54 από τους 170 ναύτες επέστρεψαν σώοι στα σπίτια τους.

Παρά το πολυδάπανο της εκστρατείας και την αποτυχία του πρωταρχικού στόχου, την εγκαθίδρυση δηλαδή εμπορικών δεσμών με την Καλκούτα, τα μπαχαρικά που έφερε στα αμπάρια του ο ντα Γκάμα απέφεραν τεράστια κέρδη στο στέμμα, με τον ίδιο να γίνεται τελικά δεκτός στη Λισαβόνα ως ήρωας: όχι μόνο είχε διανοίξει απευθείας θαλάσσιο δρόμο για Ινδία, αλλά έδειξε και πόσο αποφασιστικής σημασίας ήταν οι ανατολικές ακτές της Αφρικής για τα πορτογαλικά συμφέροντα: όχι πολύ αργότερα, οι Πορτογάλοι θα έκαναν απόβαση στη Μοζαμβίκη και θα εγκαθίδρυαν αποικία εκεί…

Δεύτερο ταξίδι

Ο βασιλιάς αντάμειψε τον ντα Γκάμα πλουσιοπάροχα: του έδωσε εν είδει κληρονομικού φέουδου την πόλη της καταγωγής του, τη Σίνες, και του εξασφάλισε γενναιόδωρη βασιλική σύνταξη για το υπόλοιπο της ζωής του και τίτλο ευγενείας φυσικά, ενώ το 1500 (ή το 1502) θα τον κάνει ναύαρχο των Θαλασσών της Αραβίας, Περσίας, Ινδίας και όλης της Ανατολής! Από βασιλική επιστολή μάλιστα του 1501 πληροφορούμαστε ότι ο Βάσκο ντα Γκάμα είχε πλέον κάθε νόμιμο δικαίωμα να παρεμβαίνει και να ασκεί εξουσία σε κάθε κατοπινή αποστολή με προορισμό την Ινδία.

Την ίδια εποχή, ο θαλασσοπόρος παντρεύεται την Catarina de Ataide, γόνο της πανίσχυρης αριστοκρατικής οικογένειας της Algarve, εγκαθιδρύοντας την ηγετική του θέση στην πορτογαλική κοινωνία.

Πολύ σύντομα βέβαια οι Πορτογάλοι θα επιχειρούσαν να διασφαλίσουν τον εμπορικό δρόμο για Ινδία, ξεθεμελιώνοντας παράλληλα τους μουσουλμάνους εμπόρους από τη θέση τους. Μια πορτογαλική αρμάδα με επικεφαλής τον Pedro Αlvares Cabral έφτασε στην Ινδία σε μόλις 6 μήνες, πολεμώντας ταυτόχρονα με κάθε εμπορικό στόλο ισλαμιστών που βρήκε στο διάβα της: περισσότεροι από 600 μουσουλμάνοι ναύτες έχασαν τη ζωή τους και μπόλικα εμπορικά βυθίστηκαν. Κυρίως όμως, ο Cabral σύναψε την πρώτη εμπορική συμφωνία Πορτογαλίας-Ινδίας, εξασφαλίζοντας κέρδη για τη χώρα του.

Πριν φύγει βέβαια από την Καλκούτα, λόγω των ταραχών που ξέσπασαν με τους μουσουλμάνους εμπόρους της περιοχής, ο Cabral βομβάρδισε την πόλη και πόλεμος κηρύχθηκε μεταξύ Πορτογαλίας και Καλκούτας!

Ήταν ώρα για άλλη μια αποστολή του Βάσκο ντα Γκάμα: το 1502 ηγήθηκε ενός ακόμα ταξιδιού στην Ινδία, αυτή τη φορά βέβαια με στόλο 20 πλοίων: 10 ήταν κάτω από τον απόλυτο έλεγχό του, με τα υπόλοιπα να ελέγχονται από τον θείο και τον ανιψιό του. Ως απότοκο της αποστολής του Cabral, ο βασιλιάς εξουσιοδότησε τον έμπειρο ντα Γκάμα να προστατεύσει τον εμπορικό δρόμο και να επεκτείνει την πορτογαλική κυριαρχία στην περιοχή, συνάπτοντας ειρήνη με την Καλκούτα και κάνοντας το εμπόριο μπαχαρικών και πολύτιμων λίθων αποκλειστικά πορτογαλική υπόθεση.

Για να τα καταφέρει, ο ντα Γκάμα θα εγκαινίαζε μια από τις πιο αιματοβαμμένες αποστολές στην ιστορία των εξερευνήσεων: αυτός και το πλήρωμά του έφεραν τον τρόμο και την καταστροφή στα μουσουλμανικά λιμάνια των ανατολικών ακτών της Αφρικής, ενώ κάθε συνάντηση με μουσουλμανικά εμπορικά πλοία θα αποδεικνυόταν τραγική για αυτά. Εκατοντάδες μουσουλμάνοι έμποροι, ναυτικοί αλλά και γυναικόπαιδα σφαγιάστηκαν στην επιχείρηση αυτή εκκαθάρισης του εμπορικού δρόμου, πριν ο ντα Γκάμα βάλει πλώρη για Καλκούτα.

Τον Οκτώβριο του 1502 φτάνει τελική στην Ινδία, αιχμαλωτίζοντας στην πορεία κάθε μουσουλμανικό εμπορικό πλοίο και σφαγιάζοντας τους ναύτες τους. Στην Καλκούτα βομβαρδίζει το εμπορικό λιμάνι και την πόλη για δύο ολόκληρες ημέρες και εκτελεί 38 ομήρους, με μια σειρά από φρικαλεότητες να λαμβάνουν χώρα για να περάσει το ευρωπαϊκό «μήνυμα».

Από την Καλκούτα κατευθύνθηκε νότια, στην πόλη Cochin, όπου σύναψε εμπορική συνθήκη με τον τοπικό ηγεμόνα, αφού ναυμάχησε και νίκησε πολεμικό στόλο πειρατών και ντόπιων μαχητών.
Πριν εγκαταλείψει η 4η πορτογαλική αρμάδα την Ινδία στις 20 Φεβρουαρίου 1503, ο ντα Γκάμα άφησε πολεμικά πλοία να περιπολούν τις ακτές και εγκαθίδρυσε εμπορική αποικία στην περιοχή. Στις 11 Οκτωβρίου έφτασε θριαμβευτής στη Λισαβόνα. Όταν όμως το 1505 ο βασιλιάς διόρισε τον πρώτο αντιβασιλέα της Πορτογαλικής Ινδίας, ξέχασε βολικά να συμπεριλάβει τον ντα Γκάμα στα σχέδιά του…

Κατοπινά χρόνια

Για τις επόμενες δύο δεκαετίες, δεν είναι και πολλά γνωστά για τη ζωή του ντα Γκάμα. Παραγνωρισμένος και στο περιθώριο, δεν ήταν πια ανάμεσα στους προστατευόμενους του βασιλιά, καθώς νέα ονόματα ήταν πλέον τα πρωτοπαλίκαρά του για την Ινδία. Ο ντα Γκάμα, πατέρας πια 6 παιδιών, πρέπει να ζούσε μια ήσυχη ζωή, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.

Η αυτομόληση του πορτογάλου εξερευνητή Φερδινάνδου Μαγγελάνου στην Ισπανία ωστόσο θα δώσει στον ντα Γκάμα μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να επανέλθει: απειλεί τον βασιλιά ότι θα ακολουθήσει το παράδειγμα του Μαγγελάνου, και ο Manuel αναγκάζεται να του δώσει τίτλο ευγενείας, καθώς δεν ήθελε ο ναύαρχος των Θαλασσών της Αραβίας να αυτομολήσει στην Ισπανία! Με βασιλικό διάταγμα του 1519, ο ντα Γκάμα γίνεται ο πρώτος πορτογάλος κόμης που δεν είχε βασιλικό αίμα.

Όταν πέθανε βέβαια ο βασιλιάς Manuel στα τέλη του 1521, ο νέος βασιλιάς Ιωάννης Γ’ θα επαναφέρει τον ντα Γκάμα στην ενεργό δράση, ζητώντας του να επιστρέψει στην Ινδία για να περιορίσει την ολοένα και αυξανόμενη ασυδοσία και διαφθορά των πορτογάλων αξιωματούχων της Ινδίας, κρατώντας τον αρχικά στο πλευρό του ως σύμβουλο. Ο νέος βασιλιάς θεωρούσε ότι το βαρύ όνομα του ντα Γκάμα θα μπορούσε να εγγυηθεί τη σταθερότητα στην περιοχή.

Το 1524 τον κάνει λοιπόν αντιβασιλέα της Ινδίας και τον Απρίλιο ξεκινά για την Ανατολή, με στόλο 14 πλοίων και τους δύο γιους του επικεφαλής καραβιών. Φτάνοντας έπειτα από περιπετειώδες ταξίδι στην Ινδία τον Σεπτέμβριο, εξαντλεί την αυστηρότητά του αλλάζοντας όλους τους αξιωματούχους με νέους και διοικεί την αποικία με πυγμή. Πολύ σύντομα ωστόσο θα κολλούσε ελονοσία και θα πέθαινε τα Χριστούγεννα του 1524, μόλις 3 μήνες μετά την άφιξή του στην Ινδία.

Το 1538 η σορός του θα επέστρεφε στην Πορτογαλία και πολλά μνημεία θα χτίζονταν προς τιμή του ανθρώπου που αψήφισε τους κινδύνους και έδειξε ότι η θαλάσσια σύνδεση Ευρώπης-Ινδίας ήταν πράγματι δυνατή…

Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr