«Η Ευρώπη έχει ξεκινήσει την πορεία για την ολοκλήρωση της οικονομικής και νομισματικής ένωσής της», δήλωσε η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ σε ομιλία της στη γερμανική Βουλή για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η Ευρωζώνη.

Με την πίεση να αυξάνεται σταθερά στο Βερολίνο από τις άλλες τρεις μεγάλες χώρες της Ευρωζώνης, Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία, καθώς και από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, προκειμένου να λάβει άμεσα και ουσιαστικά μέτρα που θα αποτρέψουν περαιτέρω κλιμάκωση της κρίσης χρέους και τελικά τη διάσπαση του ευρώ, η κυρία Μέρκελ προτίμησε τη φυγή προς τα εμπρός.

Η Γερμανία, ανέφερε η καγκελάριος, δεν πρόκειται να συμφωνήσει σε μέτρα, όπως η θέσπιση των ευρωομολόγων και η εγγύηση των τραπεζικών καταθέσεων από ένα κοινό ευρωπαϊκό ταμείο, επειδή δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να αναλάβει μια τέτοια ευθύνη.

Όπως γράφει σε δημοσίευμά του το περιοδικό «Επίκαιρα», αυτά, προσέθεσε, μπορεί να γίνουν στο τέλος μιας σταδιακής διαδικασίας για τη δημοσιονομική και πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, όταν όλες οι χώρες θα εφαρμόζουν την ίδια δημοσιονομική πολιτική.

Το «κλειδί» για το τέλος της κρίσης, επεσήμανε, δεν είναι να εγγυηθεί η Γερμανία για τα χρέη των εταίρων της, αλλά να υπάρξει συμφωνία για νέους κανόνες μιας πολιτικής ένωσης που θα συμπληρώσει τη νομισματική ένωση.

Τα χαρακτηριστικά της δημοσιονομικής ενοποίησης

Το Βερολίνο έθεσε το θέμα της στενότερης ενοποίησης στην ατζέντα των συζητήσεων που θα βρεθούν στο επίκεντρο των δύο κρίσιμων ευρωπαϊκών συνόδων, οι οποίες θα πραγματοποιηθούν αύριο στη Ρώμη – με τη συμμετοχή των ηγετών της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ισπανίας-, και στη Σύνοδο Κορυφής των «27» της ΕΕ στις 28-29 Ιουνίου.

Ο πρόεδρος της ΕΕ, Χέρμαν Βαν Ρομπάι, εξουσιοδοτήθηκε να παρουσιάσει προτάσεις για έναν οδικό χάρτη που θα οδηγήσει στη δημοσιονομική και πολιτική ένωση.

Δεν είναι βέβαιο, ωστόσο, ότι η γερμανική πρωτοβουλία θα στεφθεί με επιτυχία, καθώς υπάρχουν δύο σημαντικά εμπόδια που πρέπει να υπερπηδηθούν.

Πρώτον, η εκχώρηση της δημοσιονομικής πολιτικής σ’ ένα υπερεθνικό όργανο – την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αργότερα και σε ένα ευρωπαϊκό υπουργείο Οικονομικών, που πιθανόν να δημιουργηθεί στην πορεία για την ενοποίηση- σημαίνει εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας από τις χώρες – μέλη, καθώς θα έχουν πλέον ελάχιστα περιθώρια για να επηρεάσουν αυτόνομα την πορεία των οικονομιών τους και να αντιμετωπίσουν δύσκολες συγκυρίες και κρίσεις.

Δεύτερον, οι πιέσεις που δέχονται από τις αγορές, σύμφωνα με τα «Επίκαιρα», μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης – όπως η ισπανική και η ιταλική, με τις αποδόσεις των ομολόγων τους να κινούνται κοντά στο 7% και το 6% αντίστοιχα, επίπεδα που δεν μπορούν να διατηρηθούν για μεγάλο διάστημα – είναι τόσο μεγάλες, ώστε είναι πιθανό να λυγίσουν υπό το βάρος του χρέους τους πριν καν υπάρξει απόφαση για τον οδικό χάρτη σύγκλισης.