Τρεις τροπολογίες στο πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών κατέθεσε η βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Λούκα Κατσέλη, μαζί με άλλους 43 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ.

Με την πρώτη τροπολογία οι βουλευτές προτείνουν να παρέχεται επαρκής προστασία από τον κίνδυνο καταχρήσεων των εισπρακτικών εταιριών σε βάρος των προσωπικών δεδομένων των βουλευτών.

Μεταξύ άλλων συστήνουν η τηλεφωνική ενημέρωση να γίνεται μόνο εργάσιμες μέρες και να τηρείται αρχείο ηλεκτρονικής καταγραφής των τηλεφωνικών επικοινωνιών.

Στη δεύτερη τροπολογία προβλέπεται η δυνατότητα χορήγησης αποδεικτικού φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας σε φυσικά και νομικά πρόσωπα εφόσον προκύπτει ότι το σύνολο των βεβαιωμένων και εκκαθαρισμένων χρεών τους προς το Δημόσιο είναι μικρότερο από το σύνολο των βεβαιωμένων χρηματικών απαιτήσεων τους κατά του Δημοσίου.

Οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ στην Τρίτη τροπολογία που κατέθεσαν προτείνουν να παρέχονται διευκολύνσεις για την αποπληρωμή οφειλών προς το δημόσιο και σε εκείνους τους οφειλέτες των οποίων οι οφειλές είναι ενήμερες.

Πιο συγκεκριμένα ζητούν να διπλασιαστεί ο αριθμός των μηνιαίων δόσεων για την καταβολή των συνολικών οφειλών από φόρους εισοδήματος και φόρου προστιθέμενης αξίας που αφορούν ρυθμιζόμενες ανέλεγκτες υποθέσεις των επιτηδευματιών και ελεύθερων επαγγελματιών.

Στην παρέμβαση της κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου η κ. Κατσέλη αναφέρθηκε στην ανάγκη τροποποίησης άρθρου του νομοσχεδίου που σχετίζεται με τις ενδοομιλικές συναλλαγές.

Αντιδράσεις από Κατρίνη και Καρτάλη

Ενστάσεις για τις επί μέρους ρυθμίσεις του πολυνομοσχεδίου, αλλά και επί της νομοθετικής διαδικασίας που ακολουθεί η κυβέρνηση εξέφρασαν, κατά τη συζήτηση του πολυνομοσχεδίου, βουλευτές του ΠΑΣΟΚ.

Ο Μιχάλης Κατρίνης ανέφερε χαρακτηριστικά πως «η κυβέρνηση βρίσκεται σε νομοθετική αφασία» και επεσήμανε ότι δε μπορεί να κατανοήσει γιατί αντί να έρχονται νομοσχέδια «προχωρούμε σε πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και προεδρικά διατάγματα που παρακάμπτουν τη Βουλή».

Στο ίδιο κλίμα και ο Κώστας Καρτάλης, ο οποίος εξέφρασε την διαφωνία του στο ενδεχόμενο να «ληφθεί το θέμα του μισθολογικού κόστους με πράξη νομοθετικού περιεχομένου».