Ένα ακόμα επεισόδιο στην παρατεταμένη σύγκρουση μεταξύ Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών στο Κογκρέσο εκτυλίσσεται τις τελευταίες ημέρες, με φόντο τη διαδικασία επιβεβαίωσης δεκάδων ανώτερων αξιωματούχων της αμερικανικής κυβέρνησης που θα λάβουν διπλωματικές θέσεις στο εξωτερικό. Ανάμεσά τους και η Κίμπερλι Γκιλφόιλ, η οποία έχει προταθεί από τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ για να αναλάβει καθήκοντα πρέσβειρας των ΗΠΑ στην Αθήνα. Ωστόσο, η αποτυχία εξεύρεσης κοινού εδάφους μεταξύ των δύο κομμάτων στη Γερουσία είχε ως αποτέλεσμα μια ακόμα καθυστέρηση.

Η τελευταία συνεδρίαση της Γερουσίας πριν από την καλοκαιρινή ανάπαυλα, έληξε χωρίς συμφωνία για το σύνολο των 140 υποψηφίων αξιωματούχων που περιμένουν την επιβεβαίωσή τους. Ανάμεσά τους, περισσότεροι από 30 υποψήφιοι για κρίσιμες διπλωματικές αποστολές, όπως και η Γκιλφόιλ, η οποία βλέπει πλέον τον διορισμό της να αναβάλλεται τουλάχιστον έως τα τέλη Σεπτεμβρίου – με δεδομένο ότι το Κογκρέσο θα επανεκκινήσει τις εργασίες του στις 2 του μηνός.

Η αντίδραση από πλευράς Τραμπ ήταν άμεση και ιδιαίτερα αιχμηρή, καθώς κατηγόρησε ευθέως τους Δημοκρατικούς για εσκεμμένη παρακώλυση της διαδικασίας:

«Οι Δημοκρατικοί κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΟΥΝ την έγκριση αυτών των υπέροχων και ταλαντούχων ανθρώπων», έγραψε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος των ΗΠΑ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Το πολιτικό παρασκήνιο πίσω από την καθυστέρηση είναι έντονο. Όπως αποκάλυψε το δίκτυο CBS News, η Γερουσία εστίασε στην επιβεβαίωση ορισμένων μόνο υποψηφίων, με αντάλλαγμα κάποιες οικονομικές παραχωρήσεις, ωστόσο το κλίμα δεν ευνόησε ουσιαστική πρόοδο.

Ο επικεφαλής των Δημοκρατικών στη Γερουσία, Τσακ Σούμερ, με μια δηκτική αναφορά, άφησε αιχμές για τη στάση του Τραμπ στη διαδικασία δηλώνοντας πως «ήμασταν σοβαροί στο να προσπαθήσουμε να σημειώσουμε κάποια πρόοδο. Αλλά τελικά, ο Τραμπ δεν συμφώνησε. Πήρε την μπάλα του, πήγε σπίτι του – αφήνοντας Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους να αναρωτιούνται: “Τι στο καλό συνέβη;”».

Από την άλλη, ο Τραμπ αντεπιτέθηκε με σφοδρότητα, κατηγορώντας τον Σούμερ για εκβιασμό και οικονομικές απαιτήσεις που χαρακτήρισε αδιανόητες:

«Ο γερουσιαστής που κλαίει, Τσακ Σούμερ, απαιτεί πάνω από ένα δισεκατομμύριο δολάρια για να εγκρίνει έναν μικρό αριθμό από τους άκρως καταρτισμένους υποψηφίους μας, οι οποίοι αυτή τη στιγμή θα έπρεπε να βοηθούν στη διακυβέρνηση της χώρας μας. Αυτή η απαίτηση είναι εξωφρενική και άνευ προηγουμένου και θα ήταν ενοχλητική για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα αν γινόταν δεκτή. Είναι πολιτικός εκβιασμός, με οποιοδήποτε άλλο όνομα», ανέφερε ο Τραμπ, συνεχίζοντας με προσωπικές επιθέσεις και δηλώσεις στα κοινωνικά δίκτυα:

«Πείτε στον Σούμερ, ο οποίος δέχεται τρομερή πολιτική πίεση από το εσωτερικό του κόμματός του, τους Τρελούς της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, να ΠΑΕΙ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ!»

Όσο περνούν οι εβδομάδες, χωρίς να προχωρούν οι επιβεβαιώσεις, τόσο ενισχύεται η συζήτηση εντός της Γερουσίας για ενδεχόμενες αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο εγκρίνονται οι υποψηφιότητες. Ο Τζον Θουν, επικεφαλής της Ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας, επεσήμανε πως στην αντίστοιχη χρονική περίοδο της προεδρίας Μπάιντεν, σχεδόν 50 υποψήφιοι είχαν εγκριθεί με διαδικασίες fast track, όπως ομόφωνες αποφάσεις ή προφορικές ψηφοφορίες. Στην περίπτωση της κυβέρνησης Τραμπ, όμως, οι Δημοκρατικοί επιμένουν σε ονομαστικές ψηφοφορίες για κάθε υποψήφιο ξεχωριστά, γεγονός που καθυστερεί δραματικά την πρόοδο και καθιστά ακόμη και μια απλή διαδικασία υπόθεση… ημερών.

Ο ίδιος ο Θουν, απογοητευμένος από τη στασιμότητα, σημείωσε πως «οι τελευταίοι έξι μήνες έχουν δείξει ότι αυτή η διαδικασία, οι υποψηφιότητες, είναι προβληματική. Και έτσι αναμένω ότι θα υπάρξουν κάποιες καλές και ουσιαστικές συζητήσεις σχετικά με αυτό», αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο θεσμικών παρεμβάσεων για να λυθεί το αδιέξοδο.

Μέχρι τότε, πάντως, η Κίμπερλι Γκιλφόιλ, μια από τις πιο αναγνωρίσιμες προσωπικότητες του συντηρητικού μπλοκ στις ΗΠΑ και πρώην παρουσιάστρια του Fox News, θα συνεχίσει να αναμένει την τελική επικύρωση του διορισμού της. Η παρουσία της στην πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα μετατίθεται για το προσεχές μέλλον, αφήνοντας ουσιαστικά ακέφαλη τη διπλωματική αντιπροσωπεία σε μια κρίσιμη γεωπολιτικά περίοδο για την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.