Ο λανθάνων αυτοάνοσος διαβήτης σε ενήλικες, διεθνώς γνωστός με το ακρωνύμιο LADA (Latent Autoimmune Diabetes in Adults), αποτελεί μία συχνά παρεξηγημένη και λανθασμένα διαγνωσμένη μορφή σακχαρώδους διαβήτη, που κατατάσσεται ανάμεσα στους τύπους 1 και 2. Για τον λόγο αυτό, έχει αποκτήσει το ανεπίσημο όνομα «τύπος 1,5». Παρότι η κλινική του εικόνα παραπέμπει σε διαβήτη τύπου 2, στην πραγματικότητα οφείλεται σε αυτοάνοση καταστροφή των β-κυττάρων του παγκρέατος (όπως και ο διαβήτης τύπου 1) αλλά με βραδύτερη εξέλιξη και εκδήλωση.
Χαρακτηριστικά και διαφορές από άλλους τύπους διαβήτη
Ο LADA συνδυάζει χαρακτηριστικά τόσο του διαβήτη τύπου 1 (T1D) όσο και του τύπου 2 (T2D). Αν και πρόκειται για αυτοάνοση πάθηση, αναπτύσσεται στην ενήλικη ζωή και όχι στην παιδική ή εφηβική ηλικία, όπως συμβαίνει συνήθως με τον τύπο 1. Οι πάσχοντες δεν παρουσιάζουν το προφίλ που παραπέμπει στον τύπο 2, δηλαδή δεν είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι και δεν έχουν απαραίτητα ιστορικό καθιστικής ζωής ή κακής διατροφής.
Αυτός ο συνδυασμός χαρακτηριστικών δημιουργεί ένα διαγνωστικό γρίφο για τους γιατρούς, αφού η εικόνα του ασθενούς προσομοιάζει με εκείνη του τύπου 2, ενώ η παθοφυσιολογία είναι πιο κοντά στον τύπο 1. Συνεπώς, ο LADA πολλές φορές διαγιγνώσκεται λανθασμένα ως διαβήτης τύπου 2, καθυστερώντας την ορθή θεραπευτική αντιμετώπιση.
Πορεία και εξέλιξη της νόσου
Η έναρξη της νόσου είναι συνήθως υποξεία ή και βραδεία. Σε αντίθεση με τον διαβήτη τύπου 1, όπου τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα ανεβαίνουν απότομα και εμφανίζονται έντονα συμπτώματα σε σύντομο χρονικό διάστημα, στον LADA τα συμπτώματα εξελίσσονται σταδιακά, γεγονός που συχνά παραπλανά τόσο τον ασθενή όσο και τον γιατρό.
Στην αρχή της διάγνωσης, οι ασθενείς μπορεί να ανταποκρίνονται σε θεραπεία με αντιδιαβητικά δισκία ή με αλλαγές στον τρόπο ζωής, όμως σταδιακά επέρχεται μείωση της ενδογενούς παραγωγής ινσουλίνης και γίνεται απαραίτητη η χορήγησή της. Έτσι, η πορεία μοιάζει με εκείνη του διαβήτη τύπου 1, με ανάγκη για ινσουλινοθεραπεία και εντατική παρακολούθηση.
Τα συμπτώματα που πρέπει να προκαλέσουν υποψίες
Παρότι μπορεί να εμφανίζονται ήπια και ύπουλα, τα συμπτώματα του LADA είναι παρόμοια με εκείνα του διαβήτη τύπου 1 και περιλαμβάνουν:
- Αυξημένη δίψα και ξηροστομία
- Συχνή ούρηση, ακόμα και κατά τη διάρκεια της νύχτας (νυκτουρία)
- Ανεξήγητη απώλεια βάρους, παρά την κανονική ή αυξημένη πρόσληψη τροφής
- Θολή όραση
- Μυρμήγκιασμα ή αίσθημα «βελονών» στα άκρα, ιδιαίτερα στα δάκτυλα και στις πατούσες
Εάν αυτά τα συμπτώματα δεν αναγνωριστούν και δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα, ο ασθενής κινδυνεύει να αναπτύξει διαβητική κετοξέωση (DKA) —μια σοβαρή και δυνητικά απειλητική για τη ζωή κατάσταση. Στην DKA, το σώμα αδυνατεί να χρησιμοποιήσει τη γλυκόζη ως πηγή ενέργειας και καταφεύγει στην καύση λίπους, με αποτέλεσμα τη συσσώρευση κετονών στο αίμα, που μπορεί να οδηγήσει σε αφυδάτωση, διαταραχές της συνείδησης και εν τέλει σε νοσηλεία.
Διάγνωση: Ένα δύσκολο αλλά κρίσιμο στοίχημα
Η διάγνωση του LADA παραμένει πρόκληση, καθώς δεν υπάρχει καθολικά αποδεκτός ορισμός ή συγκεκριμένα διαγνωστικά κριτήρια. Οι υπολογισμοί διαφέρουν, αλλά εκτιμάται ότι περίπου 2% έως 12% των διαγνώσεων διαβήτη σε ενήλικες μπορεί να αφορούν σε περιπτώσεις LADA, ποσοστό που ενδέχεται να είναι υποεκτιμημένο λόγω της διαγνωστικής ασάφειας.
Η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία (ADA) αναγνωρίζει τη σημασία της κατάλληλης ταξινόμησης και περιλαμβάνει αναφορές στον LADA στις ετήσιες κατευθυντήριες οδηγίες της, σημειώνοντας πως ο όρος έχει καθιερωθεί στη διεθνή ιατρική κοινότητα, παρότι παραμένουν οι επιστημονικές διαφωνίες.
Ορισμένα χαρακτηριστικά που μπορούν να «υποψιάσουν» έναν γιατρό ότι έχει να κάνει με LADA, αντί για τύπο 2, περιλαμβάνουν:
- Ηλικία άνω των 30 ετών κατά τη διάγνωση
- Φυσιολογικό σωματικό βάρος ή έλλειψη παχυσαρκίας
- Ανταπόκριση μόνο προσωρινή ή ελλιπής σε θεραπεία χωρίς ινσουλίνη
- Ταχεία επιδείνωση της γλυκαιμικής ρύθμισης παρά τις αλλαγές στον τρόπο ζωής
Για την επιβεβαίωση της διάγνωσης, οι γιατροί μπορούν να ζητήσουν ειδικές εργαστηριακές εξετάσεις αντισωμάτων, όπως τα GAD (αντισώματα κατά της αποκαρβοξυλάσης του γλουταμινικού οξέος), IA-2 και ZnT8, που αποτελούν δείκτες αυτοάνοσης επίθεσης στα β-κύτταρα. Η παρουσία αυτών των αντισωμάτων αποτελεί ισχυρή ένδειξη LADA.
Επιπλέον, η μέτρηση του επιπέδου της C-πεπτιδίου (C-peptide) μπορεί να δείξει την ικανότητα του οργανισμού να παράγει ινσουλίνη, κάτι που βοηθά στη διάκριση του LADA από τον τύπο 2, όπου η παραγωγή μπορεί να είναι υψηλή στην αρχή.
Θεραπεία: Η σημασία της έγκαιρης ινσουλινοθεραπείας
Η αντιμετώπιση του LADA απαιτεί στρατηγική προσέγγιση, καθώς η μακροπρόθεσμη καθυστέρηση στην έναρξη ινσουλίνης μπορεί να επιδεινώσει την καταστροφή των β-κυττάρων. Πολλοί ειδικοί υποστηρίζουν ότι η πρώιμη χορήγηση ινσουλίνης μπορεί να βοηθήσει στη διατήρηση της υπολειπόμενης λειτουργίας του παγκρέατος και στην αποφυγή επιπλοκών.
Η γενική θεραπευτική προσέγγιση περιλαμβάνει:
- Ινσουλινοθεραπεία, εξατομικευμένη για τις ανάγκες του ασθενούς
- Διατροφικές οδηγίες και παρακολούθηση της πρόσληψης υδατανθράκων
- Σωματική άσκηση, υπό παρακολούθηση, ώστε να αποφεύγονται οι υπογλυκαιμίες
- Στενή παρακολούθηση του σακχάρου αίματος, με τακτικές μετρήσεις και ρύθμιση της δόσης ινσουλίνης
Η συνεργασία με ενδοκρινολόγο και εξειδικευμένο διαιτολόγο-διαβητολόγο είναι κρίσιμη για την αποτελεσματική διαχείριση της νόσου.
Συμπερασματικά
Ο LADA, ή διαβήτης τύπου 1,5, είναι μια ύπουλη και συχνά παρερμηνευμένη μορφή διαβήτη, που απαιτεί αυξημένη εγρήγορση τόσο από τους γιατρούς όσο και από τους ίδιους τους ασθενείς. Η σωστή και έγκαιρη διάγνωση μπορεί να κάνει τη διαφορά μεταξύ αποτελεσματικής θεραπείας και μακροχρόνιων επιπλοκών. Καθώς η γνώση για τη νόσο αυξάνεται και τα διαγνωστικά εργαλεία εξελίσσονται, είναι καθήκον της ιατρικής κοινότητας να ενισχύσει την ενημέρωση και να προσφέρει στοχευμένες λύσεις στους ασθενείς που ζουν με αυτή τη μορφή διαβήτη.
Αν εμφανίζετε συμπτώματα ή έχετε αμφιβολίες για τη διάγνωση του διαβήτη σας, απευθυνθείτε σε έναν εξειδικευμένο ιατρό και ζητήστε πλήρη έλεγχο, συμπεριλαμβανομένων και των αυτοάνοσων δεικτών.