Σημαντική ανάπτυξη γνωρίζει το ηλεκτρονικό εμπόριο στη χώρα μας, καθώς το 2012 αυξήθηκε τόσο ο αριθμός των online πελατών, όσο και τα ποσά που δαπανήθηκαν για αγορές μέσω διαδικτύου.

Συνολικά 1,9 εκατ. Έλληνες αγόρασαν προϊόντα ή υπηρεσίες από ηλεκτρονικά καταστήματα το 2012. Την προηγούμενη χρονιά, ο αντίστοιχος αριθμός περιορίστηκε στο 1,5 εκατ. καταναλωτές. Επιπλέον, η συνολική αξία των προϊόντων και υπηρεσιών που πωλήθηκαν άγγιξε τα 2,9 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση σε σχέση με το 2011 κατά 1,1 δισ.

Τα παραπάνω δεδομένα προκύπτον από την ετήσια έρευνα για το ηλεκτρονικό εμπόριο του εργαστηρίου ELTRUN του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Όπως προκύπτει, οι βασικοί δείκτες μέτρησης δείχνουν αύξηση της on-line αγοράς το 2012 κατά 25-35%.

Ενδιαφέρον έχουν ακόμα, τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που επιλέγουν κατά κύριο λόγο οι έλληνες καταναλωτές να αγοράσουν διαδικτυακά. Στην πρώτη θέση προτίμηση έχουμε τις ταξιδιωτικές υπηρεσίες, οι οποίες μάλιστα βρίσκονταν στην τρίτη θέση την περασμένη χρονιά.

Ακολουθούν τα εξαρτήματα και ο περιφερειακός εξοπλισμός ηλεκτρονικού υπολογιστή, ενώ την τρίτη θέση καταλαμβάνει ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός. Αξιοσημείωτη είναι η μεγάλη αύξηση στα είδη ένδυσης και υπόδησης (από την 10η στην 5η θέση) λόγω των προτιμήσεων για αγορά επώνυμων και φθηνών προϊόντων.

Ένα αξιοσημείωτο εύρημα της μελέτης που θα προβληματίσει, είναι ότι μόλις το 61% των αγορών πραγματοποιήθηκε σε ελληνικά sites. Το αντίστοιχο ποσοστό σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες κυμαίνεται γύρω στο 80%.

Όσον αφορά στα κριτήρια με τα οποία οι Έλληνες επιλέγουν κατάστημα, τον πρώτο λόγο έχει η ασφάλεια πληρωμής, με το 71% να δηλώνει πως επιλέγει με βάση την «προσφορά ασφαλούς τρόπου πληρωμής μέσω γνωστού φορέα». Σημασία δίνεται ακόμη στους ξεκάθαρους όρους χρήση, όπως λ.χ. τη δυνατότητα επιστροφής προϊόντων.

Φτάνοντας στο «ταμείο», η αντικαταβολή παραμένει ακόμη στην πρώτη θέση, χαρακτηρίζοντας την ιδιαιτερότητα του έλληνα on-line αγοραστή. Σημαντικά ποσοστά καταγράφουν ακόμα η χρήση της πιστωτικής κάρτας (με 48%), του Pay Pal (με 43%) και της χρεωστικής κάρτας (με 38%). Σηματοδοτείται έτσι μια σταδιακή αλλαγή συμπεριφοράς των καταναλωτών για την εμπιστοσύνη και ασφάλεια των συναλλαγών.