Οι νύχτες στον καταυλισμό της Ειδομένης μυρίζουν καμένο ξύλο, αναμεμειγμένο με πλαστικό και ό,τι άλλο μπορεί να παράξει ζέστη. Φωτίζονται από τα άστρα και τις δεκάδες φωτιές που ανάβουν οι πρόσφυγες έξω από κάθε σκηνή, «μυρίζουν» τραγούδι -αμανέδες της πατρίδας που άφησαν- ένδειξη διαμαρτυρίας για τα κλειστά σύνορα, αλλά και «πηγαδάκια» με ένα και μόνο θέμα συζήτησης, πώς θα συνεχιστεί το ταξίδι.

Σε αντίθεση με την πολύβουη μέρα, τη γεμάτη φωνές απόγνωσης για την κομμένη πρόσβαση στην υπόλοιπη Ευρώπη, φωνές των εμπόρων που διαλαλούν την πραμάτεια τους (ένα είδος μόνιμης λαϊκής αγοράς στήνεται καθημερινά στους δρόμους και τα στενά που οδηγούν στον καταυλισμό) και φωνές των παιδιών που εφευρίσκουν παιχνίδια για να δώσουν χρώμα στη μουντή καθημερινότητά τους, τις νύχτες στην Ειδομένη απλώνεται σχετική ηρεμία.

Έξω από μια μικρή σκηνή, ο Αμπού Όμαρ, η οικογένειά του και οι γείτονες (18 άτομα όλοι μαζί) ετοιμάζονται για το βραδινό φαγητό. Οι γυναίκες έχουν μαζευτεί γύρω από τη φωτιά και ετοιμάζουν μακαρόνια με σάλτσα και ρύζι με κοτόπουλο, που μοιράζουν μέσα σε πλαστικά κουπάκια, πρώτα στους επισκέπτες τους, έναν δημοσιογράφο κι έναν φωτορεπόρτερ με τους οποίους είχαν πιάσει νωρίτερα κουβέντα, μετά στα παιδιά και στο τέλος στους υπόλοιπους άνδρες της παρέας.

«Εμείς είμαστε από τη Δαμασκό, την πρωτεύουσα. Δεν είμαστε συνηθισμένοι σε τέτοιου είδους ζωή. Τις πρώτες ημέρες το είχαμε δει σαν περιπέτεια και δεν μας πείραζε. Τώρα πλέον έχουμε κουραστεί. Έχουμε έναν μήνα να κάνουμε μπάνιο, όπως πραγματικά πρέπει. Θέλουμε να βρούμε ένα σπίτι φτηνό να μείνουμε εδώ γύρω ή να πάμε σε ένα κέντρο (μετεγκατάστασης), όπου οι συνθήκες θα είναι καλύτερες από εδώ» εξηγεί ο Άμπου Όμαρ στους επισκέπτες του, ενώ ο γιος του σπεύδει να τον μαλώσει, που παραπονιέται. «Μην ξεχνάς τι αφήσαμε πίσω. Τον φόβο και τον θάνατο» λέει.

Δίπλα του ένας νεαρός από το Ιράκ, γείτονας του στις σκηνές της Ειδομένης, ανάβει τον ναργιλέ που κουβάλησε από τη Βαγδάτη. Κρατά ένα κουτί με καπνό. «Μέντα» διευκρινίζει και παίρνει βαθιά εισπνοή μυρίζοντάς τον. «Ο καλύτερος καπνός είναι ο αιγυπτιακός. Είναι μάστορες οι Αιγύπτιοι στον ναργιλέ» λέει και αναπολεί τις «καλές ημέρες στη Βαγδάτη, το Παρίσι της Ανατολής».

Αρκετές σκηνές πιο πέρα, νεαρά κορίτσια ακούν τραγούδια από το κινητό και στη μέση μία απ’ αυτές χορεύει με το μοναδικό ρυθμό που έχουν μέσα τους από τη μέρα που γεννιούνται οι γυναίκες της Μέσης Ανατολής. Είναι η 19χρονη Ράμα. Σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο της Δαμασκού. Ταξιδεύει με τη μητέρα της και την αδελφή της. Προορισμός τους είναι η Γερμανία, όπου ήδη βρίσκεται ο αδελφός της, ο οποίος έχασε το ένα του μάτι από βόμβα, όπως λέει η Ράμα, δείχνοντας τη φωτογραφία του, που κρατά σαν φυλαχτό στο κινητό της. Δείχνει κι άλλες φωτογραφίες. Τον πατέρα της, που έμεινε πίσω στη Συρία, αλλά και ξέγνοιαστες στιγμές από τη ζωή στην πατρίδα της. «Όλοι οι πρόσφυγες έχουμε το ίδιο άγχος. Μην τυχόν πάθει τίποτα το κινητό μας, αφού εκεί φυλάμε όλες τις φωτογραφίες μας. Είναι η ίδια η ζωή μας, που την παίρνουμε μαζί μας φεύγοντας από την πατρίδα» λέει.

Οι νύχτες των προσφύγων στην Ειδομένη δεν έχουν μόνο φαγητό, τραγούδι και χορό. Έχουν και ζωηρές συζητήσεις για το τι τους επιφυλάσσει το μέλλον. Δύο άνδρες συζητούν σε υψηλούς τόνους πάνω στις γραμμές, που βρίσκονται υπό κατάληψη εδώ και πάνω από δέκα ημέρες. Ο ένας υποστηρίζει ότι αυτό είναι το μόνο μέσο πίεσης για να ανοίξουν τα σύνορα και ο άλλος του εξηγεί: «Πρέπει να σεβαστούμε τους Έλληνες που μας φρόντισαν και δεν μας έκλεισαν στα μούτρα την πόρτα, όπως οι υπόλοιποι και να ανοίξουμε τη γραμμή».

Παραδίπλα, ένα ζευγάρι με το μερικών μηνών μωρό τους στην αγκαλιά. Ρωτούν αν κάποιος έχει νέα απ’ αυτούς που έχουν ήδη πάει στα κέντρα μετεγκατάστασης. «Κουραστήκαμε εδώ, δεν μπορούμε άλλο. Το μωρό είναι συνεχώς άρρωστο. Θέλουμε να φύγουμε» λέει η νεαρή γυναίκα με μια δόση μελαγχολίας στη φωνή.