Σεισμός 6,1 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, με τη δόνηση να χαρακτηρίζεται «πολύ ισχυρή», σημειώθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της Τρίτης προς Τετάρτη – στις 01:51 – στον θαλάσσιο χώρο 19 χιλιόμετρα νότια-νοτιοδυτικά της Κάσου, ή αλλιώς ανατολικά της Κρήτης, σε εστιακό βάθος 35 χιλιομέτρων, σύμφωνα με δεδομένα του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι ο σεισμός έγινε αισθητός σε όλα τα Δωδεκάνησα και κυρίως στην ανατολική Κρήτη, ενώ εκδόθηκε προληπτικά προειδοποίηση για τσουνάμι. Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες του Πυροσβεστικού Σώματος δεν υπήρξαν κλήσεις, ούτε έχουν αναφερθεί υλικές ζημιές σε αυτό το στάδιο – πάντως, προληπτικά, οχήματα κάνουν περιπολίες για να διαπιστωθεί η κατάσταση.

Οι επιστήμονες εμφανίζονται καθησυχαστικοί για την ισχυρή σεισμική δόνηση.
Ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ υπογράμμισε ότι είναι ένας σεισμός που έγινε ουσιαστικά πάνω στο ελληνικό τόξο, δηλαδή εκεί που συγκρούεται η ευρωπαϊκή με την αφρικανική πλάκα. Μιλώντας στο ΕΡΤNews ο Ευθύμης Λέκκας δήλωσε ότι το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της μεγάλης δόνησης είναι ότι το εστιακό βάθος είναι στα 60 χιλιόμετρα. Αυτό σημαίνει ότι η κίνηση έφτασε απομειωμένη στην Κάσο και την Κάρπαθο και πολύ περισσότερο στην Κρήτη, με αποτέλεσμα σύμφωνα με τα πρώτα δεδομένα και με τις πρώτες περιγραφές των κατοίκων να μην έχουμε κάποιες σημαντικές επιπτώσεις.
Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ότι σε αυτό το βάθος οι σεισμοί γίνονται εφάπαξ, δηλαδή γίνονται μία και έξω. Δεν έχουμε ούτε μεγάλη προσεισμική ακολουθία ούτε μεγάλη μετασεισμική ακολουθία, δηλαδή αυτοί οι σεισμοί εκδηλώνονται κατά μόνας, όπως είπε.
Ο κ. Λέκκας δήλωσε ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως σύνδεση ούτε με τους σεισμούς στη Σαντορίνη, ούτε με τον σεισμό που είχαμε στην Τουρκία. «Είναι τελείως διαφορετικό το γεωδυναμικό πλαίσιο, είμαστε ακριβώς πάνω στο ελληνικό τόξο, ενώ οι σεισμοί στη Σαντορίνη είναι σε τελείως διαφορετικό περιβάλλον στο ηφαιστειακό τόξο και οι σεισμοί βεβαίως στην Τουρκία είναι κατά μήκος του ρήγματος της Ανατολίας», τόνισε.
«Το υπόκεντρο του σεισμού μεγέθους 6 Ρίχτερ εντοπίστηκε στα 70 χιλιόμετρα εστιακό βάθος και είναι ο λόγος που δεν δημιούργησε προβλήματα και έντονη μετασεισμική ακολουθία», ανέφερε σε ανάρτησή του ο σεισμολόγος Γεράσιμος Χουλιάρας.
Καθησυχαστικός εμφανίστηκε και ο διευθυντή του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου Αθηνών, Βασίλης Καραστάθης, μιλώντας στο ΕΡΤNews και την εκπομπή «Συνδέσεις» για την ισχυρή σεισμική δόνηση. «Το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της δόνησης ήταν το μεγάλο βάθος. Ήταν βάθους 64 χιλιομέτρων. Αυτή είναι συγκεκριμένη κατηγορία σεισμών ενδιαμέσου βάθους, οι οποίοι έχουν και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Δεν προκαλούν καταστροφές λόγω αυτού του βάθους και από εκεί και πέρα δεν ακολουθούνται συχνά από μεγάλους μετασεισμούς. Άρα αυτό που μπορούμε να πούμε ότι ήταν ένας τέτοιος τυπικός σεισμός ενδιάμεσου βάθους στην περιοχή, συνδέεται κυρίως με το φαινόμενο της υποβύθισης της αφρικανικής πλάκας, κάτω από την πλάκα του Αιγαίου. Και ο σεισμός αυτός είναι μια έκφανση αυτού του φαινομένου», τόνισε.
Ο κ. Καραστάθης σημείωσε ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να πει κανένας ότι ο εν λόγω σεισμός συνδέεται άμεσα με κάποιο γεγονός στο ηφαιστειακό τόξο ή στην Κωνσταντινούπολη. “Είναι εντελώς άλλες ζώνες. Το ελληνικό τόξο είχε, έχει και θα έχει πάντα τη δική του σεισμικότητα. Είναι ένα φαινόμενο διαρκές της υποβύθισης και προκαλεί πάντα τους σεισμούς αυτού του μεγέθους” είπε χαρακτηριστικά.
«Δηλαδή έχουμε ένα αρκετά μεγάλο ιστορικό στην περιοχή με ισχυρούς σεισμούς. Οι σεισμοί, οι οποίοι είναι βάθους δεν μας προκαλούν κάποια ανησυχία. Τα προβλήματα υπάρχουν μόνο στους επιφανειακούς σεισμούς», κατέληξε.
Σύμφωνα με τον δήμαρχο Κάσου, Μιχάλη Ερωτόκριτο, δεν υπάρχουν μέχρι στιγμής επιπτώσεις από την ισχυρή σεισμική δόνηση, το ίδιο και στην Κάρπαθο.
Όπως ανέφερε ο ανταποκριτής της ΕΡΤ στο Ηράκλειο, Γιώργος Παπαδάκης, η δόνηση έγινε ιδιαίτερα αισθητή στην Ανατολική Κρήτη, όπου σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες δεν υπάρχουν αναφορές για ζημιές. Παρά τη σχετικά μεγάλη απόσταση του Ηρακλείου από το επίκεντρο, ο σεισμός έδωσε την εντύπωση τριών αυξομειούμενων «κυμάτων» και αίσθηση διάρκειας τουλάχιστον 15 δευτερολέπτων.