Με ένα σαφές μήνυμα προς τους μετόχους και την ελληνική αγορά, ο διευθύνων σύμβουλος της Euronext, Στεφάν Μπουζνά, τόνισε ότι η εταιρεία δεν πρόκειται να αυξήσει την τιμή της προσφοράς για την εξαγορά της ΕΧΑΕ, επισημαίνοντας ότι η πρόταση είναι δίκαιη, ελκυστική και βασισμένη σε ισχυρά οικονομικά θεμέλια. Κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που πραγματοποιήθηκε σήμερα στην Αίγλη Ζαππείου, ο Στεφάν Μπουζνά παρουσίασε τη στρατηγική της Euronext για την Ελλάδα και εξήγησε πώς η κίνηση αυτή εντάσσεται στο ευρύτερο σχέδιο του ομίλου να καταστήσει τη χώρα χρηματοοικονομικό κέντρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Η πρόταση εξαγοράς της ΕΧΑΕ
Η περίοδος αποδοχής της προσφοράς ξεκίνησε στις 6 Οκτωβρίου και θα ολοκληρωθεί στις 17 Οκτωβρίου, ενώ τα αποτελέσματα θα ανακοινωθούν στις 19 Νοεμβρίου. Η προσφορά τελεί υπό την έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και απαιτεί ελάχιστη αποδοχή 67%. Αν επιτευχθεί αυτό το όριο, η Euronext θα προχωρήσει στη διαδικασία εξαναγκαστικής εξαγοράς (squeeze out) για την απόκτηση των υπολοίπων μετοχών.
Ο Στεφάν Μπουζνά υπογράμμισε ότι η Euronext αποτιμά την ΕΧΑΕ σε περίπου 22 φορές τα κέρδη του 2024, επίπεδο υψηλότερο από εκείνο των ανταγωνιστών, και πρόσθεσε με έμφαση: «Διαβάστε τα χείλη μου – δεν θα αυξήσουμε την τιμή της προσφοράς. Η προσφορά μας είναι στο τραπέζι, είναι δίκαιη και αντικατοπτρίζει την πραγματική αξία της εταιρείας».
Παράλληλα, επισήμανε ότι η αποτίμηση στηρίζεται στην ιδιαίτερη θέση της ΕΧΑΕ ως μονοπωλιακού παρόχου υπηρεσιών, αλλά προειδοποίησε πως δεν είναι ρεαλιστικό να θεωρείται ότι αυτή η κατάσταση θα διατηρηθεί για πάντα. «Καμία εταιρεία δεν μπορεί να παραμείνει για πάντα μονοπώλιο, χρειάζεται να επενδύει, να καινοτομεί και να προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες», σημείωσε.
Επενδυτική στρατηγική και δημιουργία θέσεων εργασίας
Ο επικεφαλής της Euronext παρουσίασε επίσης μια πρωτοβουλία για τη δημιουργία δεκάδων νέων θέσεων εργασίας στον τομέα της πληροφορικής και της ψηφιακής τεχνολογίας στην Ελλάδα, με τη δημιουργία τεχνολογικού κέντρου. Η στρατηγική αυτή στοχεύει στην αξιοποίηση του υψηλού επιπέδου τεχνογνωσίας των Ελλήνων επαγγελματιών και στην ενίσχυση της τοπικής απασχόλησης στο πλαίσιο ενός διεθνούς εταιρικού περιβάλλοντος.

Η Ελλάδα ως χρηματοοικονομικός κόμβος της Euronext
Ο Στεφάν Μπουζνά παρουσίασε το όραμα της Euronext για την επόμενη φάση ανάπτυξης, επισημαίνοντας ότι η ενσωμάτωση του ελληνικού χρηματιστηρίου στο δίκτυο της εταιρείας αποτελεί ένδειξη εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και στις προοπτικές των ελληνικών κεφαλαιαγορών.
Η Euronext διαχειρίζεται σήμερα τα μεγαλύτερα χρηματοοικονομικά κέντρα της Ευρώπης — Άμστερνταμ, Βρυξέλλες, Δουβλίνο, Λισαβόνα, Μιλάνο, Όσλο και Παρίσι — και πρόσφατα επεκτάθηκε και στην Κοπεγχάγη. Διαθέτει 1.700 εισηγμένες εταιρείες με συνολική κεφαλαιοποίηση άνω των 6,5 τρισ. ευρώ, ενώ οι ημερήσιοι όγκοι συναλλαγών ξεπερνούν τα 10–12 δισ. ευρώ, γεγονός που την καθιστά τη μεγαλύτερη πλατφόρμα διαπραγμάτευσης μετοχών στην Ευρώπη.
Όπως τόνισε ο CEO, «η αγορά της Euronext είναι διπλάσια από αυτή του Λονδίνου, τόσο σε όγκους συναλλαγών όσο και σε κεφαλαιοποίηση. Η συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτό το δίκτυο σημαίνει περισσότερη ρευστότητα, μεγαλύτερη πρόσβαση σε κεφάλαια και ευκαιρίες για τις ελληνικές επιχειρήσεις».
Ένας από τους στόχους της Euronext, όπως είπε, είναι να δημιουργηθούν οι συνθήκες ώστε να επιστρέψουν στο ελληνικό χρηματιστήριο εταιρείες του ναυτιλιακού κλάδου που στο παρελθόν απέφυγαν την εγχώρια αγορά λόγω περιορισμένης ρευστότητας. «Σήμερα, η εισαγωγή στο Χρηματιστήριο Αθηνών σημαίνει συμμετοχή σε μια αγορά με μεγαλύτερο όγκο συναλλαγών από το Λονδίνο. Αυτό μπορεί να κάνει πολλές εταιρείες να επανεξετάσουν τις επιλογές τους», υπογράμμισε. Όπως σημείωσε ο ίδιος: «θέλουμε να δημιουργήσουμε μια αγορά όπου οι ναυτιλιακές εταιρείες θα αισθάνονται ότι βρίσκονται στο σπίτι τους. Εκεί όπου δραστηριοποιούνται, απασχολούν κόσμο και χτίζουν την ταυτότητά τους».
Ψήφος εμπιστοσύνης στην Ελλάδα
Κλείνοντας, ο Στεφάν Μπουζνά επανέλαβε ότι η πρόταση εξαγοράς της ΕΧΑΕ δεν θα αλλάξει, υπογραμμίζοντας ότι στόχος της Euronext δεν είναι μόνο η απόκτηση του ελληνικού χρηματιστηρίου, αλλά η δημιουργία μιας σταθερής, μακροπρόθεσμης συνεργασίας που θα ενισχύσει την ελληνική αγορά και θα τοποθετήσει την Αθήνα δίπλα στα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά χρηματοοικονομικά κέντρα.
Όπως είπε χαρακτηριστικά: «Η πρότασή μας δεν είναι απλώς μια συναλλαγή. Είναι μια ψήφος εμπιστοσύνης στην Ελλάδα, στις αγορές της και στις δυνατότητές της να αναδειχθεί σε ηγετικό παίκτη της Ευρώπης».