Ένας μακροχρόνιος και περίπλοκος νομικός «πόλεμος» με φόντο την προμήθεια υποβρυχίων για το Πολεμικό Ναυτικό της χώρας μας έλαβε τέλος, με το Ελληνικό Δημόσιο να εξέρχεται τελικά νικητής. Η διεθνής διαιτησία ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (International Chamber of Commerce – ICC) επιδίκασε την καταβολή αποζημίωσης ύψους άνω των 150 εκατομμυρίων ευρώ υπέρ του ελληνικού κράτους, κλείνοντας έτσι τον σχετικό φάκελο που ταλάνισε τις ελληνικές κυβερνήσεις για πάνω από δύο δεκαετίες.

Η υπόθεση έχει τις ρίζες της στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν η Ελλάδα, στο πλαίσιο ενίσχυσης των ναυτικών της δυνατοτήτων, προχώρησε στην παραγγελία σύγχρονων υποβρυχίων από γερμανική εταιρεία. Το πρώτο σκάφος, ο «Παπανικολής», ναυπηγήθηκε στη Γερμανία, ενώ η συμφωνία προέβλεπε την κατασκευή των υπόλοιπων στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, τα οποία είχαν ήδη εξαγοραστεί από τον ίδιο γερμανικό όμιλο.

Παρά το γεγονός ότι το Δημόσιο είχε καταβάλει σχεδόν 2 δισεκατομμύρια ευρώ για το εξοπλιστικό αυτό πρόγραμμα και τα πέντε υποβρύχια είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί, η γερμανική πλευρά προχώρησε σε καταγγελία των συμβάσεων, επικαλούμενη διάφορες αστοχίες και εμπορικά προσκόμματα. Το επόμενο βήμα ήταν η προσφυγή στη διεθνή διαιτησία, βάζοντας την Ελλάδα σε μια εξαιρετικά δύσκολη θέση, τόσο νομικά όσο και αμυντικά.

Το 2010 έγινε μια προσπάθεια επίλυσης με την αναθεώρηση των αρχικών συμβάσεων. Ωστόσο, αντί να επιλυθεί το ζήτημα, τα πράγματα περιπλέχθηκαν περισσότερο όταν ο Λιβανέζος επιχειρηματίας Ισκαντάρ Σάφα, μέσω εταιρειών του, απέκτησε τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά. Λίγο καιρό μετά την ανάληψη της διοίκησης, η νέα ιδιοκτησία ανέστειλε την εφαρμογή των συμφωνημένων όρων, ζητώντας επιπλέον οικονομικές και συμβατικές παραχωρήσεις από το Ελληνικό Δημόσιο.

Η κυβέρνηση, αντιμέτωπη με νέα αδιέξοδα, κινδύνευε να βρεθεί χωρίς κρίσιμο αμυντικό εξοπλισμό, ενώ την ίδια ώρα τα υποβρύχια παρέμεναν ημιτελή και μη επιχειρησιακά. Η υπόθεση κλιμακώθηκε με την κατάθεση προσφυγής από πλευράς των Ναυπηγείων και των εταιρειών συμφερόντων Σάφα στο Διαιτητικό Δικαστήριο, διεκδικώντας περίπου 2 δισεκατομμύρια ευρώ από την ελληνική πλευρά.

Σε εκείνο το σημείο, για πρώτη φορά, το Δημόσιο επέλεξε να μη μείνει αμυνόμενο, αλλά να αντεπιτεθεί νομικά. Το 2014, με πρωτοβουλία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και επικεφαλής τον σύμβουλο Διονύσιο Κολοβό, κατατέθηκε αντίθετη προσφυγή, απαιτώντας αποζημιώσεις ισόποσου μεγέθους για την ζημία που είχε προκληθεί από την αθέτηση των όρων και τη ζημιογόνα συμπεριφορά των αντισυμβαλλομένων.

Η νομική ομάδα του Δημοσίου διαχειρίστηκε με συνέπεια και τεκμηρίωση την υπόθεση, με αποτέλεσμα – μετά από πολυετείς διαδικασίες και ακροάσεις – να εκδοθεί τώρα η τελική ετυμηγορία: απόφαση δικαίωσης υπέρ της Ελλάδας, με επιδίκαση ποσών που ξεπερνούν τα 150 εκατομμύρια ευρώ σε βάρος των εταιρειών του Σάφα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά τις αλλεπάλληλες καθυστερήσεις, τις εργοδοτικές παραλείψεις και την έλλειψη ρευστότητας, τα συγκεκριμένα υποβρύχια ολοκληρώθηκαν τελικά, χάρη στις υπεράνθρωπες προσπάθειες των στελεχών του Πολεμικού Ναυτικού και των εργαζομένων στα ναυπηγεία. Πολλοί από αυτούς παρέμειναν για χρόνια απλήρωτοι, συνεχίζοντας ωστόσο την εργασία τους, συμβάλλοντας έτσι καθοριστικά στην τελική επιχειρησιακή αξιοποίηση των σκαφών. Τα υποβρύχια αυτά, τα οποία συγκαταλέγονται σήμερα στα κορυφαία συμβατικά που διαθέτουμε, αποτελούν κρίσιμο πυλώνα της ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος και της υπεροχής της χώρας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.