Για έναν ακόμη μήνα οι τιμές των υπηρεσιών τραβάνε την ανηφόρα, επιβεβαιώνοντας την τάση που έχει αρχίσει να εδραιώνεται στην ελληνική οικονομία: η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού δεν μεταφράζεται αυτόματα σε ουσιαστική ανακούφιση για τα νοικοκυριά. Παρά τη μείωση του γενικού δείκτη τιμών, ο τομέας των υπηρεσιών συνεχίζει να ασκεί ασφυκτικές πιέσεις στα εισοδήματα, διατηρώντας έναν θύλακα ακρίβειας που αρνείται να υποχωρήσει.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία που ανακοίνωσε η Eurostat, ο πληθωρισμός στις υπηρεσίες διαμορφώθηκε στην Ελλάδα στο 5,2% τον Απρίλιο – αμετάβλητος σε σχέση με τον Μάρτιο – παραμένοντας σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωζώνης, όπου οι υπηρεσίες αυξήθηκαν κατά 3,9%. Η διαφορά αυτή δεν είναι αμελητέα, καθώς υποδηλώνει ότι ο ελληνικός καταναλωτής αντιμετωπίζει δυσανάλογες αυξήσεις σε τομείς που αφορούν βασικές και ανελαστικές ανάγκες.
Οι υπηρεσίες περιλαμβάνουν τομείς όπως η εστίαση, η στέγαση, οι μεταφορές, η υγεία και η εκπαίδευση – κατηγορίες δαπανών στις οποίες ο πολίτης δύσκολα μπορεί να περιορίσει την κατανάλωσή του, ακόμη κι αν δέχεται ισχυρές οικονομικές πιέσεις. Αυτό σημαίνει ότι, παρά τις επίσημες ενδείξεις σταθεροποίησης ή μείωσης του συνολικού πληθωρισμού, η καθημερινότητα πολλών νοικοκυριών επιβαρύνεται συνεχώς από τις ακριβές υπηρεσίες, κάτι που οδηγεί σε σταδιακή μείωση της αγοραστικής δύναμης και αύξηση των ανισοτήτων.
Αντίθετα, ο εναρμονισμένος πληθωρισμός στην Ελλάδα υποχώρησε στο 2,7% τον Απρίλιο από 3,1% τον Μάρτιο – η χαμηλότερη τιμή από τον Ιούνιο του 2024. Η υποχώρηση αυτή αποδίδεται κυρίως στη σημαντική μείωση των τιμών ενέργειας, οι οποίες παρουσίασαν πτώση 4,7% σε σχέση με τον Απρίλιο του 2024. Ο δείκτης τιμών καταναλωτή κατέγραψε πάντως μηνιαία αύξηση 0,5%, ένδειξη ότι οι πληθωριστικές πιέσεις δεν έχουν εξαλειφθεί πλήρως.
Σε επίπεδο τροφίμων, ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 2% από 2,1% τον Μάρτιο, παρουσιάζοντας μικρή αποκλιμάκωση. Παρά ταύτα, παραμένει αρκετά ψηλός, ειδικά εάν ληφθεί υπόψη ότι αφορά βασικά αγαθά πρώτης ανάγκης. Στην Ευρωζώνη, η αύξηση ήταν λίγο υψηλότερη, στο 3% από 2,9% τον προηγούμενο μήνα.
Ακόμη πιο αποκαλυπτικός είναι ο δομικός πληθωρισμός, ο οποίος εξαιρεί τις ευμετάβλητες τιμές ενέργειας και τροφίμων και αποτυπώνει την πιο σταθερή «καρδιά» του προβλήματος. Στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 3,3%, μόλις μία μονάδα κάτω από τον Μάρτιο (3,4%), ενώ στην Ευρωζώνη έφτασε το 2,7%. Οι επιμέρους δείκτες μαρτυρούν ότι το πρόβλημα της ακρίβειας δεν είναι συγκυριακό αλλά διαρθρωτικό, με σταθερές ρίζες στο εσωτερικό της ελληνικής αγοράς.
Στον τομέα των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών, η Ελλάδα κατέγραψε αύξηση 0,3% – σημαντικά μειωμένη σε σχέση με την αύξηση 0,8% του Μαρτίου – δείγμα ότι οι τιμές στα βιομηχανικά προϊόντα εξομαλύνονται σταδιακά. Στην Ευρωζώνη η αντίστοιχη αύξηση ήταν 0,6%.
Αξιοσημείωτο είναι ότι και οι μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης δείχνουν σημάδια συγκράτησης των πληθωριστικών πιέσεων: στη Γερμανία ο πληθωρισμός μειώθηκε στο 2,2% (από 2,3%), στη Γαλλία στο 0,8% (από 0,9%), στην Ιταλία παρέμεινε σταθερός στο 2,1% και στην Ισπανία στο 2,2%. Αυτά τα στοιχεία καταδεικνύουν πως η ελληνική περίπτωση διαφοροποιείται – κυρίως λόγω των αυξήσεων στις υπηρεσίες – από τον γενικό ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Το μεγάλο ερώτημα πλέον είναι πώς θα αντιμετωπιστεί η «ανθεκτική» ακρίβεια στις υπηρεσίες, η οποία απειλεί να ακυρώσει τα οφέλη από την πτώση του γενικού πληθωρισμού.
Ο στασιμοπληθωριστικός χαρακτήρας αυτής της εξέλιξης – με υψηλές τιμές σε βασικούς τομείς και ταυτόχρονη κόπωση στην κατανάλωση – συνιστά πρόκληση για τη χάραξη αποτελεσματικής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής.