Ο Willy Russell στο έργο του «Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα» έπλασε ένα γυναικείο χαρακτήρα έτσι όπως ο ίδιος γνώρισε τις γυναίκες πελάτισσες, σ’ ένα κομμωτήριο μιας εργατικής περιοχής.

Γράφει η Χαρά Κιούση

Ο συγγραφέας που εγκατέλειψε νωρίς το σχολείο και στα δεκαπέντε του έγινε κομμωτής, επέστρεψε στα θρανία στα είκοσί του χρόνια κι’ έγινε δάσκαλος. Μ’ αυτήν την προσωπική ανάγκη του για ανέλιξη, ελευθερία  και αυτοολοκλήρωση, δημιούργησε την δυναμική του ηρωίδα που πραγματοποίησε αντίστοιχα το σκοπό της.

Η Σούζαν Γουάϊτ -επί το καλλιτεχνικότερο Ρίτα- είναι εικοσιέξη χρονών και εργάζεται ως κομμώτρια στο Λίβερπουλ. Ανικανοποίητη και δυσαρεστημένη με τη δουλειά της, με μικροπροβλήματα στο γάμο της -δεν επιθυμεί να γίνει μητέρα κι’ έχει ένα σύζυγο που βολεύεται με το επίδομα ανεργίας- βαριεστημένη από την ανιαρή κοινωνική της ζωή και ανολοκλήρωτη με πνευματικές επιθυμίες,  αποφασίζει να παρακολουθήσει λογοτεχνία στο ανοιχτό πανεπιστήμιο.

Ο καθηγητής Δρ Φρανκ Μπράϊτον, παρατημένος σε κενές διαλέξεις και στο ποτό, την αναλαμβάνει για τα χρήματα. Η συνάντησή τους, η γνωριμία τους και η εξέλιξη των μαθημάτων έχει σοβαρό αντίκτυπο και στους δυο. Εκείνος κατακλύζεται από τη ζωντάνια, την αποφασιστικότητα , την αμετάβλητη απόφασή της και την ερωτεύεται διαλύοντας την πολύχρονη σχέση του με μια φοιτήτριά του. Εκείνη τον θαυμάζει, κρέμεται από τα χείλη του και βαθμιαία κατακτά γνώση και κριτική σκέψη μέσω της διδασκαλίας, μεταβαλλόμενη σ’ ένα καινούργιο άνθρωπο.

Ο Willy Russell με την βραβευμένη ερωτική του κωμωδία -έκανε πρεμιέρα στο Λονδίνο το 1980- θίγει θέματα του εκπαιδευτικού συστήματος, κοινωνικών διαφορών εσωτερικής καλλιέργειας, αλλά και της ακατάβλητης διάθεσης του ανθρώπου για πνευματική ανέλιξη και αυτοανακάλυψη.

Η σκηνοθετική δουλειά του Δάνου Κατρανίδη, χωρίς εκπλήξεις νεωτεριστικές, φέρνει κοντά ηθοποιούς και θεατές πετυχαίνοντας ένα θαυμάσιο αποτέλεσμα. Ο ίδιος στο ρόλο του καθηγητή ψάχνει απεγνωσμένα πίσω από τα βιβλία κρυμμένα μπουκάλια με αλκοόλ, γίνεται τύφλα και απελευθερώνει αισθήματα. Κι’ ενώ αρχικά φαίνεται να κινεί τα νήματα με ειρωνική διάθεση απορρίπτοντάς τη μαθήτριά του, διασκεδάζοντας κεραυνοβολημένος από την παρουσία της, τελικά αλλάζει γνώμη και την αναλαμβάνει. Βαθμιαία ενθουσιάζεται από τις οξείες και ανοιχτές παρατηρήσεις της, επηρεάζεται από τον ενθουσιασμό της, κατακλύζεται από την παρουσία της, ερωτεύεται το πάθος της, ζηλεύει το δημιουργικό πείσμα της και την όρεξή της, τη δίψα της για ανέλιξη.

Έτσι καθώς κατακτιέται  από εκείνην και «διδάσκεται», αρνείται να την μεταστρέψει με την ψυχρή ανάλυση και προσέγγιση, που είναι το επιβεβλημένο στην εκπαίδευση. Δυσαρεστημένος, θλιμμένος, πέφτει και συντρίβεται μέσα από το ενδιαφέρον του για τη Ρίτα, που δεν την μόρφωσε απλώς αλλά και την «παραμόρφωσε». Υποφέρει, ανησυχεί, την περιμένει εναγωνίως, την αναζητά πληγωμένος καθώς την βλέπει να χάνει την αυθεντικότητά της και τη μοναδικότητά της.

Η Παναγιώτα Βλαντή τα  «σπάει» ερμηνευτικά, απογειώνοντας το ρόλο της αγράμματης «χαζοβιόλας»  στέλνει τον καθηγητή της αδιάβαστο. Εισβάλλει στη σκηνή από μια πόρτα που διαρκώς κολλάει -όπως οι ζωές σε έκτακτες αντιθέσεις- δεν βάζει γλώσσα μέσα, ένας ασυγκράτητος χείμαρρος  καλών προθέσεων και μαχητικών διαθέσεων.

Στέκεται έντρομη, μαρμαρωμένη κι’ απειθάρχητη, κι’ από πάνω τα χώνει στον  «σπασίκλα και ζοχάδα» καθηγητή της που προσπαθεί να της γίνουν κατανοητοί οι λογοτεχνικοί υπαινιγμοί του Έλιοτ, του Μπλέικ, του Ντίκενς. Με πληθωρική κίνηση και σωματική εκφραστικότητα  μεταμορφώνεται από την ακαλαίσθητη χτυπητή εξωτερική εμφάνισή της σε κομψή κυρία. Με την δραματική συνειδητοποίηση  πως είναι η μεγάλη στιγμή για να αλλάξει αυτό που είναι, κερδίζει τον σεβασμό του καθηγητή της, που τον ευγνωμονεί για την αυτοπραγματοσύνη της. Κάτι που αποκτά μην γνωρίζοντας εξ’ αρχής, που πάει να μπλέξει.

Ο Γιώργος Πάτσας  δημιουργεί με γούστο το σκηνικό γραφείο του καθηγητή  με βιβλιοθήκες ολόγυρα και φωτεινά τζαμωτά. Πλούσια και αντιπροσωπευτικά τής κοινωνικής εξέλιξης τα κοστούμια της Βάσιας Τζοτζοπούλου, όμορφες οι μουσικές επιλογές του Θοδωρή Ξενάκη, ζεστοί οι φωτισμοί του Σπύρου Ζαχαρή.

Ασφαλώς στην επιτυχία της παράστασης με το πολύ ψυχαγωγικό γέλιο συνέβαλε η  ευφραδής  μετάφραση και απόδοση της Λίλιαν Δημητρακοπούλου. Ο θεατής κρατά στη μνήμη το  «υπάρχουν καλλίτερα τραγούδια να τραγουδήσουμε». Λόγια που έχουν την ικανότητα επιλογής σ’ ένα νέο κόσμο και σε μια νέα αρχή.

Συντελεστές

Συγγραφέας: Willy Russell
Απόδοση: Λίλιαν Δημητρακοπούλου
Σκηνοθεσία: Δάνης Κατρανίδης
Σκηνικό: Γιώργος Πάτσας
Μουσική Επιμέλεια-Σύνθεση: Θοδωρής Ξενάκης
Φωτισμοί: Σπύρος Ζαχαρής
Φωτογραφίες: Μαριλένα Αναστασιάδου

Πρωταγωνιστούν: Δάνης Κατρανίδης, Παναγιώτα Βλαντή

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη στις 18:00, Πέμπτη στις 19:00, Παρασκευή στις 21:00, Σάββατο στις 18:00 και στις 21:00, Κυριακή στις 18:00
Διάρκεια: 120’ (με διάλειμμα)
Εισιτήρια: Κανονικό: 18 ευρώ
Μειωμένο: 13 ευρώ (Έως 18 ετών, φοιτητές και άνω των 65 ετών)
Ανέργων: 13 ευρώ
Πέμπτη και Σάββατο απόγευμα: Γενική είσοδος 15 ευρώ

Θέατρο Πόλη
Φωκαίας 4 και Αριστοτέλους 87, Πλ. Βικτωρίας
Τηλ. 211 1828900