Σε μια εποχή όπου ο κινηματογραφικός τρόμος στρέφεται όλο και πιο συχνά σε πραγματικές ιστορίες, μια ελληνική υπόθεση σκοτεινού μυστικισμού και θρησκευτικού φανατισμού μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη, προκαλώντας ρίγη στους λάτρεις του είδους. Η νέα ταινία «Sound of Silence» δεν υπόσχεται απλώς φόβο, αλλά μια καθοδική πορεία στα πιο ζοφερά βάθη ενός πραγματικού εγκλήματος που σημάδεψε την ελληνική ιστορία.
Η εταιρεία Playtime, μέλος του ομίλου Vuelta Group, ανέλαβε τις διεθνείς πωλήσεις του γοτθικού θρίλερ «Sound of Silence», το οποίο ξεκινά γυρίσματα αυτή την εβδομάδα σε τοποθεσίες της Ελλάδας. Πρόκειται για τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της σκηνοθέτιδας Τζόις Α. Ναχαουάτι, μετά το πολυβραβευμένο ντεμπούτο της Blind Sun, που είχε παρουσιαστεί στα φεστιβάλ Τορόντο και Sitges.
Στον πρωταγωνιστικό ρόλο συναντάμε δύο ανερχόμενες ηθοποιούς: Μίλι Μπρέιντι (I See Buildings Fall Like Lightning) και Έλσα Λεκακού (Killerwood). Η ταινία θα γυριστεί κυρίως στα αγγλικά, με ορισμένους διαλόγους στα ελληνικά, παραμένοντας πιστή στην ελληνική της ατμόσφαιρα.
Την παραγωγή αναλαμβάνουν η Pan Cinéma -εταιρεία της Playtime- και η Giant Steps Production, ενώ στη συμπαραγωγή συμμετέχουν οι Anti-Worlds (Ηνωμένο Βασίλειο), Blonde Audiovisual (Ελλάδα) και Abbout Productions (Λίβανος), σύμφωνα με το Variety.
Η ομάδα πίσω από την κάμερα είναι υψηλού κύρους:
Ο διεθνώς αναγνωρισμένος διευθυντής φωτογραφίας Ζονάταν Ρικεμπούργκ (The Ice Tower, The Taste of Things – επίσημη γαλλική υποβολή στα Όσκαρ 2024).
Η πρωτοποριακή συνθέτρια Φατίμα Αλ Καντίρι, γνωστή για τα υποβλητικά, σκοτεινά soundtrack της στις ταινίες The Stranger και Atlantics (βραβείο στο Φεστιβάλ Καννών).

Η υπόθεση της ταινίας
Η ιστορία τοποθετείται στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1970 και αντλεί την έμπνευσή της από την αληθινή υπόθεση της ηγουμένης Μαριάμ Σουλακιώτη, μιας από τις πιο αμφιλεγόμενες και βίαιες μορφές του 20ού αιώνα.
Η Αλίς, μια νεαρή Αμερικανίδα ταξιδιώτισσα, κατασκηνώνει σε μια απομονωμένη παραλία μαζί με μια παρέα χίπηδων. Κοντά τους εργάζεται η Κριστίνα, υπάλληλος της μοναδικής ταβέρνας της περιοχής. Ένα βράδυ, η αστυνομία πραγματοποιεί αιφνιδιαστική επιχείρηση στο αυτοσχέδιο κάμπινγκ.
Τα κορίτσια καταφέρνουν να διαφύγουν, όμως η Κριστίνα τραυματίζεται και χρειάζονται απεγνωσμένα καταφύγιο. Το μοναδικό μέρος που μπορούν να φτάσουν είναι ένα απομακρυσμένο μοναστήρι.
Όμως εκεί δεν τους περιμένει σωτηρία. Τις περιμένει ένα θανατηφόρο τάγμα-αίρεση, καθοδηγούμενο από μια ανελέητη ηγουμένη.
Το σενάριο «σου παγώνει το αίμα»
Ο συν-CEO της Playtime, Νικολά Μπριγκό-Ρομπέρ, ανέφερε περιγράφοντας το σενάριο ότι «σου παγώνει το αίμα», προσθέτοντας: «Καθώς γυρίζεις τις σελίδες, λες μέσα σου: δεν μπορώ να πιστέψω ότι όλα αυτά συνέβησαν πραγματικά».
Η σκηνοθέτιδα Ναχαουάτι αποκάλυψε πως εντυπωσιάστηκε όταν έμαθε την αληθινή ιστορία της Σουλακιώτη, μιας ηγουμένης που φέρεται να δολοφόνησε περισσότερους από 300 ανθρώπους μέσω βίαιων τελετουργιών. Το μοναστήρι όπου εξελίχθηκαν τα γεγονότα βρισκόταν, όπως είπε, μόλις μία ώρα από την παραθαλάσσια πόλη όπου η ίδια μεγάλωσε.
Ο παραγωγός της Pan Cinema, Τόμας Ζακέ, τονίζει πως το «Sound of Silence» αποτελεί την πρώτη τους είσοδο στο είδος του τρόμου: «Με την φοβερή σκηνοθεσία της Τζόις και ένα τολμηρό καστ, το έργο υπόσχεται μια γοτθική και εντυπωσιακά ανατριχιαστική εμπειρία επιβίωσης».
Ποια ήταν η Μαριάμ Σουλακιώτη
Η Μαριάμ Σουλακιώτη (1883–1954), κατά κόσμον Μαρίνα Σουλακιώτη, υπήρξε μια από τις πιο αμφιλεγόμενες και σκοτεινές μορφές στην ελληνική θρησκευτική ιστορία. Ηγούμενη της Μονής Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσας στην Κερατέα και φανατική οπαδός του αυτοαποκαλούμενου αρχιεπισκόπου Ματθαίου Καρπαθάκη, η Σουλακιώτη κατηγορήθηκε για μια σειρά φρικτών εγκλημάτων που ξετυλίχθηκαν ανάμεσα στα έτη 1939–1950.
Αρχικά έγινε γνωστή για παραθρησκευτικές και οικονομικές παρατυπίες, όμως το 1951 ήρθαν στην επιφάνεια πολύ πιο σκοτεινές καταγγελίες. Η Αστυνομία τη συνέλαβε το 1950 για παράνομες εμπορικές δραστηριότητες, όμως λίγους μήνες αργότερα απαγγέλθηκαν κατηγορίες για ανθρωποκτονίες, βασανιστήρια, απάτη, εκβιασμό και πλαστογραφία διαθήκης.
Καθώς οι μαρτυρίες πολλαπλασιάζονταν, το κατηγορητήριο αναθεωρήθηκε πολλές φορές. Η Σουλακιώτη φέρεται να προέβαινε σε «τελετουργικούς εξαγνισμούς», οδηγώντας δεκάδες -ίσως και εκατοντάδες- μοναχές και πιστούς στον θάνατο μέσα στο μοναστήρι.
Έπειτα από τρεις δίκες και συνολικές καταδίκες 14 ετών, η Σουλακιώτη πέθανε στις φυλακές Αβέρωφ το 1954.
Παρά το συντριπτικό πλήθος των αποδεικτικών στοιχείων, μέρος της Ματθαιϊκής κοινότητας εξακολουθεί μέχρι σήμερα να τη θεωρεί ότι καταδικάστηκε άδικα, ενώ άλλοι τη θεωρούν ακόμη και αγία. Ωστόσο, οι ιστορικοί και οι ερευνητές απορρίπτουν απόλυτα την αθωότητα της, σημειώνοντας ότι οι μαρτυρίες και τα στοιχεία περιγράφουν μία από τις πιο ακραίες περιπτώσεις θρησκευτικού φανατισμού και κακοποίησης στην Ελλάδα.