Πριν λίγες μέρες γνωστός πανεπιστημιακός διερωτήθηκε κατά πόσο οι πολιτικές εξελίξεις μπορούν να οδηγήσουν σε μία δεκαετία πολιτικής κυριαρχίας της «Νέας Δημοκρατίας».

Γράφει ο Κωνσταντίνος Καραγκούνης*

Μάλιστα, αν αποδίδω τη σκέψη του καλά, υπονοώντας με το ερώτημά του ότι ο δικομματισμός στην Ελλάδα στην πραγματικότητα μπορεί να εξελιχθεί σε τυπική και όχι ουσιαστική συνιστώσα της πολιτικής εξίσωσης, έδωσε το παράδειγμα των Γερμανών χριστιανοδημοκρατών ως ενός ηγεμονικού- κυρίαρχου κόμματος σε ένα σύστημα που κατά τα άλλα λογίζεται και αυτό ως δικομματικό.

Όμως, αν μπορώ να πάω αυτή τη σκέψη λίγο παραπέρα, θα έλεγα ότι στην Ελλάδα υπάρχουν μοναδικά χαρακτηριστικά σε αυτή την παράδοση του δικομματισμού, τα οποία πράγματι κάνουν εύλογη τη σκέψη ότι έχουν δημιουργηθεί οι πολιτικές προϋποθέσεις για μια μακρά πολιτική ηγεμονία- κυριαρχία της «Νέας Δημοκρατίας» , αν μπορώ να δώσω στο φαινόμενο ένα όνομα από μια φράση που έχω ξανά χρησιμοποιήσει στο παρελθόν, θα έλεγα, ότι η «Νέα Δημοκρατία» είναι η «απαραίτητη παράταξη».

Και ως «απαραίτητη παράταξη» εννοώ όχι απλώς αυτή που με τα κριτήρια του δικομματισμού μπορεί να είναι η πιο μακροχρόνια διατηρήσιμη παράταξη εξουσίας, αλλά και μία πολιτική δύναμη η οποία στην πορεία του χρόνου ούτε έχει αναλωθεί ούτε έχει υποκατασταθεί και αποτελεί πέραν της παραδοσιακής συσπείρωσης των οπαδών της ένα ultimum refugium όσων πολιτών έχουν διαχρονικά απογοητευτεί από την κυβερνητική απόδοση των αντιπάλων της. 

Έτσι και με αυτή την έννοια, οι προϋποθέσεις για μια πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία της «Νέας Δημοκρατίας» είναι στην Ελλάδα πολύ προφανέστερες απ’ ότι σε άλλες χώρες της Ευρώπης με δικομματική παράδοση. Και το καταλαβαίνει κανείς αυτό εάν δει τί συμβαίνει στη Γερμανία και στη Μεγάλη Βρετανία. Διότι φυσικά ενώ με την Ελλάδα υπάρχουν ομοιότητες υπάρχουν και διαφορές. Έτσι, με κριτήρια κυβερνητικής μακροβιότητας όπως στη Γερμανία και στη Μεγάλη Βρετανία, κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις έχουν αντίστοιχα αναδειχθεί μεταπολεμικά, στη μεν πρώτη περίπτωση το «χριστιανοδημοκρατικό κόμμα», στη δε δεύτερη περίπτωση το «συντηρητικό κόμμα», έτσι και στην Ελλάδα μεταπολιτευτικά και με τους ίδιους όρους κυβερνητικής μακροβιότητας το αντίστοιχο ηγεμονικό κυρίαρχο κόμμα είναι η «Νέα Δημοκρατία».

Όμως ενώ αυτή η ομοιότητα υπάρχει, υπάρχει και μία μεγάλη διαφορά. Γιατί, στη Γερμανία και στη Μεγάλη Βρετανία, ο δικομματισμός είναι γνήσιος, με την έννοια ότι παρά την κυριαρχία σε όρους κυβερνητικής μακροβιότητας «χριστιανοδημοκρατών» και «συντηρητικών», υπάρχουν και μακρές περίοδοι κυβερνητικής επιλογής των παραδοσιακών τους αντιπάλων, δηλαδή αντιστοίχως των «σοσιαλδημοκρατών» και των «εργατικών». Γιατί τελικά αυτό σημαίνει γνήσιος δικομματισμός. Ανεξάρτητα ποιος κυβερνάει για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα υπάρχει πάντοτε και η επιλογή του ιστορικού του αντιπάλου. Και εδώ φυσικά έγκειται η διαφορά με την Ελλάδα. Διότι στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, ενώ η «Νέα Δημοκρατία» διατήρησε τον ιστορικό της ρόλο ως ο ένας πόλος αυτού που σχηματικά αντιλαμβανόμαστε ως δικομματισμό στην Ελλάδα, ο άλλος πόλος στην πραγματικότητα απέτυχε να διατηρηθεί και κλωνοποιήθηκε.

Έτσι στη δεκαετία του 80 και του 90 αντίπαλο δέος της «Νέας Δημοκρατίας» ήταν το «ΠΑΣΟΚ». Όμως τη τελευταία δεκαετία αυτός ο πόλος του δικομματισμού στην πραγματικότητα υποκαταστάθηκε από τον «ΣΥΡΙΖΑ»,  πράγμα που σημαίνει ότι αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σε Γερμανία και Μεγάλη Βρετανία, υπήρξε όπως θα λέγαμε ένα μονόπλευρο συστημικό σφάλμα.

Ποιο ήταν αυτό;

Νομίζω, και αυτό τελικά εξηγεί γιατί όντως έχουν μπει οι βάσεις για μια εφεξής μακροχρόνια πολιτικο-ιδεολογική κυριαρχία της «Νέας Δημοκρατίας», οι λόγοι που εξηγούν αυτό το συστημικό σφάλμα υπήρξαν δυο. Πρώτον, και αυτό εξηγεί την τελική αποτυχία του «ΠΑΣΟΚ» ως του ενός πόλου του ελληνικού δικομματισμού, είναι το γεγονός ότι ανεξάρτητα των επιμέρους κυβερνητικών διαφορών στην πορεία του χρόνου αποδείχθηκε ότι το «ΠΑΣΟΚ» όπως και η ευρύτερη παράταξη της κεντροαριστεράς την οποία εξέφραζε, τοποθετήθηκε λάθος στις βασικές στρατηγικές του επιλογές για τη χώρα.

Γιατί ποιές ήταν τελικά αυτές οι επιλογές; Ήταν η επιλογή της αντίθεσης σε ΗΠΑ και Ευρώπη («ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο») σε συνδυασμό με μία οικονομική πολιτική αλόγιστων παροχών, η οποία κατάφερε να υπερχρεώσει τη χώρα και να της αφαιρέσει τα απαραίτητα οικονομικά θεμέλια για ένα απρόβλεπτο μέλλον. Έτσι τελικά το «ΠΑΣΟΚ» απέτυχε ως ο ένας πόλος του δικομματισμού, γιατί η χώρα στην πορεία αγκάλιασε οριστικά όλα αυτά που το «ΠΑΣΟΚ» είχε στρατηγικά αντιστρατευτεί, δηλαδή τον δυτικό προσανατολισμό, την οργανική ένταξη στην Ευρώπη και το νοικοκύρεμα στα δημόσια οικονομικά. Αλλά και δεύτερον, όταν το «ΠΑΣΟΚ» κλωνοποιήθηκε και υποκαταστάθηκε από το «ΣΥΡΙΖΑ» ως τον διάδοχο πόλο του ελληνικού δικομματισμού και πάλι υπήρξε συστημικό σφάλμα και ο λόγος αυτή τη φορά υπήρξε ότι ο «ΣΥΡΙΖΑ» ο οποίος ήρθε στην εξουσία ως ο γνήσιος δήθεν εκφραστής της Αριστεράς (κυβέρνηση «πρώτη φορά αριστερά») αναλαμβάνοντας μάλιστα να βγάλει τη χώρα από τη δίνη μίας οικονομικής κρίσης χρέους με μέσο τη ρήξη με την Ευρώπη, τελικά κατέληξε στα πέντε χρόνια της διακυβέρνησής του να καταστεί ο πιο υπάκουος εφαρμοστής της συνταγής λιτότητας την οποία κατηγορούσε και έτσι να αυτοακυρωθεί ως πολιτικά και ιδεολογικά αναξιόπιστος και σχεδόν για τους ίδιους τους οπαδούς του να καταστεί, ένα είδος πολιτικού αγύρτη.

Ακριβώς δε αυτά τα δύο κατά διαδοχή συστημικά σφάλματα, πρώτα του «ΠΑΣΟΚ» και ύστερα του «ΣΥΡΙΖΑ» έβαλαν τις βάσεις για αυτό που πράγματι πιστεύω θα ακολουθήσει, δηλαδή τη δεκαετία πολιτικής κυριαρχίας της «Νέα Δημοκρατία» για την οποία διερωτάται ο γνωστός πανεπιστημιακός.

Γιατί αυτό τελικά εννοώ όταν λέω ότι η «Νέα Δημοκρατία» είναι η «απαραίτητη παράταξη». Δεν σημαίνει μόνο την πολιτική δύναμη που κυβέρνησε κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού για τα περισσότερα χρόνια της μεταπολίτευσης. Αλλά σημαίνει πιο ποιοτικά την παράταξη που από την ίδρυσή της έκανε, αντίθετα με το «ΠΑΣΟΚ», τις σωστές στρατηγικές επιλογές για τη χώρα, οι οποίες δικαιώθηκαν και αποτελούν και σήμερα την αναπόφευκτη πυξίδα της για το μέλλον. Και επίσης παρά τα αναπόφευκτα σφάλματα που και η «Νέα Δημοκρατία» διέπραξε για όσα χρόνια κυβερνούσε πάντως, ουδέποτε θέλησε να πείσει τον κόσμο για κάτι άλλο από αυτό που είναι με μόνο σκοπό να γαντζωθεί όπως όπως στην εξουσία, όπως έπραξε ο ΣΥΡΙΖΑ.

* Κωνσταντίνος Καραγκούνης, Βουλευτής Νέας Δημοκρατίας