Ο Luigi Di Cicco μεγάλωσε μέσα στον κόσμο της μαφίας της Νάπολης. Αν και οι περισσότεροι περίμεναν το νεαρό αγόρι να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του, ο ίδιος κατάφερε να ξεφύγει από έναν κόσμο πλούτου, εγκλήματος, βίας και φυλακής.

Ο Luigi Di Cicco περιγράφει την ιστορία της ζωής του στο βιβλίο «Gramigna: Vita di un Ragazzo in Fuga dalla Camorra» που κυκλοφορεί στα Ιταλικά. Μια σύντομη εξιστόρηση του πώς κατάφερε να ξεφύγει από τη μαφία, δίνει άρθρο του bbc.com.

Μια μέρα, το 11χρονο αγόρι επέστρεφε στο σπίτι από το σχολείο σε μια μικρή πόλη κοντά στη Νάπολη, όταν άκουσε κάτι που νόμιζε πως ήταν πυροτεχνήματα.

«Ποιος γιορτάζει;» αναρωτήθηκε και πλησίασε το σπίτι. Το θέαμα που αντίκρισε μόνο χαρμόσυνο δεν ήταν: Δύο θείοι του -που είχαν σχέση με τη μαφία- κείτονταν νεκροί σε μια λίμνη αίματος. Τα «πυροτεχνήματα» που το νεαρό αγόρι νόμιζε πως άκουσε ήταν στην πραγματικότητα πυροβολισμοί από αντίπαλη συμμορία.

«Ήταν μέσα του ’80. Τα χρόνια του πολέμου και του αίματος στους δρόμους», γράφει στο νέο του βιβλίο. «Εκείνη η νύχτα ήταν τόσο τραυματική που ήλπιζα πως θα εμπλεκόμουν σε κάποιου είδους ατυχήματος: ότι θα ήμουν σε κώμα για ένα μεγάλο διάστημα και θα ξυπνούσα μόνο όταν όλα θα είχαν τελειώσει. Από τα παιδικά μου χρόνια έχω μόνο άσχημες αναμνήσεις», περιγράφει ο ίδιος.

Ο πατέρας του ήταν στη φυλακή όταν ο ίδιος γεννήθηκε και έμαθε τα νέα από ένα συγγενή του που του φώναξε μέσα από τα κάγκελα πώς «είναι αγόρι».

Ο πατέρας του Luigi και οι θείοι του ήταν μέλη της Καμόρα. Για ένα διάστημα, ο Giuseppe Di Cicco ήλεγχε περιοχές γύρω από τη μικρή πόλη του Lusciano και ζούσε την τυπική ζωή ενός αφεντικού της μαφίας.

Ωστόσο, όταν ο γιος του γεννήθηκε, ο πατέρας είχε ήδη ξεκινήσει να πληρώνει για τα εγκλήματά του. Είχε καταδικαστεί σε 18 χρόνια φυλάκισης, ποινή που παρατάθηκε σε ισόβια.

«Μεγάλωσα τριγυρνώντας σε φυλακές υψίστης ασφαλείας», γράφει ο Luigi. «Ακούγεται αστείο, αλλά έτσι έμαθα τη γεωγραφία της Ιταλίας».

Ο Luigi μεγάλωνε σε ένα σπίτι που ελέγχονταν από τους αδελφούς του πατέρα του, επίσης μέλη της μαφίας, και οι εισβολές αστυνομικών ήταν συχνό φαινόμενο. «Το σπίτι μας ήταν σαν φρούριο, με κάμερες ασφαλείας, φράχτες», περιγράφει και θυμάται απίστευτα περιστατικά με ένστολους να μπαίνουν αιφνιδιαστικά στο σπίτι του, τους θείους του να εμφανίζονται από μυστικές κρυψώνες και πολλά ακόμη παρόμοια περιστατικά.

Η πόλη στην οποία ζούσε χτυπούσε η καρδιά της Καμόρα. Νεαροί άντρες έπαιρναν μέρος στα εγκληματικά δίκτυα και το ενδιαφέρον για τις δουλειές της μαφίας ήταν έντονο. Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, το πρεστίζ του Luigi ήταν μεγάλο.

«Όταν κυκλοφορούσα στους δρόμους, με έβλεπαν σαν το γιο του σαν του Αφεντικού. Είχα ήδη το σεβασμό τους όταν ήμουν 15 ή 16 χρονών».

Ο Luigi είχε ήδη περάσει τα 20, όταν απελευθερώθηκε ο πατέρας του. Ο ίδιος φαίνεται πως είχε μια άρνηση στο να μάθει για τα εγκλήματα του πατέρα του, να σκεφτεί τι είχαν υποφέρει τα θύματά του. «Γνώριζα μόνο πως ήταν το αφεντικό της οικογένειας που ήλεγχε τη μεγαλύτερη περιοχή».

Ο πατέρας του, από τη μεριά του, παρά τα εγκλήματα που είχε διαπράξει, δεν ήθελε ο γιος του να ακολουθήσει τα δικά του βήματα και τον παρακινούσε συνεχώς να χτίσει ένα μέλλον μακριά από τον κόσμο της μαφίας.

Ο Luigi παραδέχεται ότι υπήρχαν περίοδοι που είχε «δελεαστεί», ειδικά όταν θα μπορούσε εύκολα να μπει στην οικογενειακή «επιχείρηση», ωστόσο ήταν αρκετά δυνατός να βρει το δικό του δρόμο.

Παράτησε το σχολείο και ξεκίνησε τις πωλήσεις. Αργότερα υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και έπειτα βρήκε δουλειά στις κουζίνες στο βορά της Ιταλίας, μακριά από τον τόπο καταγωγής του. Παντρεύτηκε, απέκτησε ένα παιδί και σήμερα εργάζεται σε ένα εστιατόριο.

«Δεν είμαι ήρωας», λέει συμπληρώνοντας: «Αλλά δεν μπορώ να μην σκέφτομαι πως δεν ήταν εύκολο να αποφύγω να πέσω σε μια παγίδα που η ζωή μου είχε στήσει. Η ζωή μου δείχνει πως το κακό μπορεί να απορριφθεί. Πως μπορείς να διαλέξεις ένα διαφορετικό μονοπάτι, γεμάτο θυσίες και πόνο και λάθη. Που όμως θα σου επιτρέψει να απολαύσεις την ελευθερία, τους ανθρώπους που αγαπάς και τα όμορφα πράγματα στη ζωή».