Τη δολοφονία του ιστορικού και ερευνητή σε θέματα ασφάλειας και στρατηγικών θεμάτων, Χισάμ αλ Χασέμι, το βράδυ της Δευτέρας (06/07) κοντά στο σπίτι του στη Βαγδάτη, ανακοίνωσε ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος του υπουργείου Εσωτερικών του Ιράκ.

Ο εκλιπών, που έχασε τη ζωή του ηλικία 47 ετών, ήταν ειδικός σε θέματα που αφορούσαν τα τζιχαντιστικά κινήματα και ιδίως το Ισλαμικό Κράτος.

Ο Χασέμι εμφανιζόταν σχεδόν καθημερινά στα τοπικά και στα διεθνή ΜΜΕ, σχολιάζοντας τη δράση των τζιχαντιστικών οργανώσεων, την ιρακινή πολιτική και τις ενέργειες των ένοπλων σιιτικών, φιλοϊρανικών πολιτοφυλακών του Ιράκ. Λόγω της ειδίκευσής του τον συμβουλεύονταν πολλές κυβερνήσεις και Ιρακινοί πολιτικοί αξιωματούχοι.

Ο στρατηγός Σαάντ Μάαν, ο διευθυντής επικοινωνίας του υπουργείου Εσωτερικών, είπε ότι ο Χασέμι «πέθανε στο νοσοκομείο». Το σώμα του έφερε τραύματα από πολλές σφαίρες σε διάφορα σημεία, ανέφερε στο Γαλλικό Πρακτορείο μια νοσοκομειακή πηγή.

Μάρτυρες είπαν επίσης στο Γαλλικό Πρακτορείο ότι τρεις ένοπλοι άνδρες που επέβαιναν σε δύο μηχανάκια, πυροβόλησαν πολλές φορές εναντίον του ερευνητή ο οποίος βρισκόταν στο αυτοκίνητό του, κοντά στο σπίτι του.

Μέχρι στιγμής κανείς δεν έχει αναλάβει την ευθύνη για τη δολοφονία, σύμφωνα με το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.

«Αυτοί οι θρασύδειλοι δολοφόνησαν τον φίλο μου, έναν από τους λαμπρότερους ερευνητές στο Ιράκ, τον Χισάμ αλ Χασέμι, είμαι σοκαρισμένος», έγραψε στο Twitter ο Χαρίτ Χασάν, ερευνητής και ο ίδιος και σύμβουλος του πρωθυπουργού Μουστάφα αλ Καζίμι.

Ο Χασέμι είχε πάρει θέση υπέρ του λαϊκού κινήματος που ξεκίνησε το περασμένο φθινόπωρο με αίτημα την πλήρη μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος στο Ιράκ και κατήγγειλε την ανάμιξη του Ιράν στις υποθέσεις της Βαγδάτης. Στους έξι μήνες που κράτησαν οι κινητοποιήσεις, πολλοί ακτιβιστές δολοφονήθηκαν από ενόπλους που επέβαιναν σε μηχανάκια, συνήθως κοντά στο σπίτι τους.

Οι δολοφονίες Ιρακινών πολιτικών και άλλων προσωπικοτήτων ήταν σύνηθες φαινόμενο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που είχε ξεσπάσει το 2006, όμως πλέον είναι κάτι εξαιρετικά σπάνιο.