Περισσότεροι από 780.000 άνθρωποι έχουν χάσει την ζωή τους άμεσα ή έμμεσα από τους σεισμούς την τελευταία δεκαετία, αναφέρει έρευνα του περιοδικού Lancet. Πρόκειται για το 60% των θανάτων που συνδέονται με φυσικές καταστροφές,

«Εκτός από αυτούς τους θανάτους, δύο δισεκατομμύρια άτομα επιπλέον έχουν πληγεί από τους σεισμούς αυτήν την περίοδο», το διάστημα 2001- 2010, υπογραμμίζει η έρευνα, που δημοσιεύεται αύριο Παρασκευή.

Ο πιο καταστροφικός σεισμός είναι εκείνος που έπληξε την Αϊτή στις 12 Ιανουαρίου 2010 και ήταν μεγέθους 7 βαθμών, στοιχίζοντας τη ζωή σε 316.000 ανθρώπους.

Η σεισμική δόνηση που προκάλεσε το τσουνάμι στον Ινδικό Ωκεανό στις 26 Δεκεμβρίου 2004, μεγέθους 9,1 βαθμών, στοίχισε τη ζωή 227.000 ανθρώπων.

Στην τρίτη θέση βρίσκεται ο σεισμός μεγέθους 7,9 βαθμών που έπληξε την κινεζική επαρχία Σετσουάν στις 12 Μαΐου 2008 και είχε 87.500 νεκρούς.

Η έρευνα καλεί τους πολιτικούς και τα σωστικά συνεργεία να λαμβάνουν σοβαρά τα ζητήματα δημόσιας υγείας που δημιουργούνται μετά από τέτοιους φονικούς σεισμούς.

Οι θάνατοι που οφείλονται στις σεισμικές δονήσεις διαχωρίζονται σε τρεις κατηγορίες. Πρώτον, στους ανθρώπους που σκοτώνονται από την κατάρρευση κτιρίων. Δεύτερον, στα άτομα που υποκύπτουν στα τραύματά τους λίγες ώρες αργότερα και τρίτον σε όσους πεθαίνουν στις ημέρες ή στις εβδομάδες που ακολουθούν λόγω επιπλοκών και λοιμώξεων.

Τα παιδιά είναι η πιο ευάλωτη ομάδα και αποτελούν από το 25% έως το 53% των ασθενών μετά από ένα σεισμό, σύμφωνα με την έρευνα.

Μακροπρόθεσμα, οι σεισμοί έχουν επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των ανθρώπων καθώς καταγράφεται αύξηση των κρουσμάτων κατάθλιψης μεταξύ των θυμάτων.

Η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και η συγκέντρωσή του σε σεισμογενή αστικά κέντρα ενισχύει τον κίνδυνο των σεισμών στο μέλλον.

Αρκετές μεγαλουπόλεις είναι χτισμένες σε σεισμικές ζώνες, ανάμεσά τους το Τόκιο (32 εκατομμύρια κάτοικοι), το Μεξικό (20 εκατομμύρια), το Λος Άντζελες (15 εκατομμύρια) και η Κωνσταντινούπολη (9 εκατομμύρια).