Στις 18 Μαΐου 1993, μια από τις πιο όμορφες ιστορίες αγάπης τερματίστηκε με τραγικό τρόπο. Η γέφυρα Βρμπάνια του Σαράγεβο θα μείνει για πάντα σύμβολο της οδύνης του Μπόσκο Μπρκιτς και της Αντίρας Ισμίτς, δύο νέων που αγαπήθηκαν και ήθελαν μόνο να βρουν την «ήρεμη θάλασσά» τους μέσα στις συγκρούσεις του πολέμου και τα ξεθωριασμένα ιδανικά.
Το ιδανικό τους ήταν η μεγάλη τους αγάπη, που ούτε ο θάνατος δεν μπόρεσε να «σπάσει». Πέθαναν την ίδια στιγμή, αγκαλιασμένοι. Ο Μπόσκο και η Αντίρα ερωτεύτηκαν πολύ νέοι, μόλις στα 17 τους χρόνια, και πέρασαν μαζί τα επόμενα οκτώ χρόνια. Ονειρεύονταν έναν γάμο, ένα κοινό σπίτι και μια οικογένεια. Οι διαφορετικές θρησκείες δεν αποτελούσαν εμπόδιο. Ο Μπόσκο ήταν ορθόδοξος Σέρβος, ενώ η Αντίρα μουσουλμάνα. Η αγάπη τους ήταν το μόνο που είχε σημασία, και η επιθυμία τους να περάσουν τη ζωή τους μαζί.
Η ιστορία τους έχει αποτυπωθεί σε τραγούδια και ταινίες. Το 2013, το συγκρότημα «Ζαμπράνινο Πουσένιε» αφιέρωσε το τραγούδι «Μπόσκο και Αντίρα», ενώ ο σκηνοθέτης Τζον Ζαρίτσκι γύρισε την ταινία «Ρωμαίος και Ιουλιέτα στο Σαράγεβο». Στο ντοκιμαντέρ, η μητέρα του Μπόσκο περιέγραψε με πόνο τις λεπτομέρειες που προηγήθηκαν αυτού του τραγικού γεγονότος, αναπολώντας την άσβεστη αγάπη του γιου της και της Αντίρας.

Όταν ήρθε ο πόλεμος, η Αντίρα είχε πει «μόνο μια σφαίρα μπορεί να μας χωρίσει». Δυστυχώς, έτσι όρισε η μοίρα. Την αποφράδα εκείνη μέρα, ο Μπόσκο και η Αντίρα περνούσαν τη γέφυρα Βρμπάνια προς την περιοχή Γκρμπαβίτσα, που βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Σέρβων. Τότε δέχτηκαν πυρά από ελεύθερους σκοπευτές. Ο Μπόσκο σκοτώθηκε ακαριαία, ενώ η Αντίρα τραυματίστηκε. Με δάκρυα και πόνο, έρποντας πλησίασε το νεκρό σώμα του Μπόσκο, τον αγκάλιασε και πέθανε.
Η ιστορία τους μεταδόθηκε από τον Αμερικανό δημοσιογράφο, Κερτ Σορκ, χάρη στον οποίο οι φωτογραφίες των αγκαλιασμένων άψυχων σωμάτων τους ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο. Ονομάστηκαν «ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα του Σαράγεβο», σύμβολα της οδύνης του πολέμου στον οποίο εναντιώνεται η αγάπη. Τα σώματά τους έμειναν πάνω στη γέφυρα για επτά ημέρες, μέχρι την όγδοη μέρα, όταν ο σερβικός στρατός τα παρέλαβε και τα ενταφίασε στο στρατιωτικό νεκροταφείο Λούκοβιτσα. Αργότερα, οι οικογένειες αποφάσισαν να μεταφέρουν τα λείψανά τους στο νεκροταφείο Λαβ της Σαράγεβο, όπου αναπαύονται ακόμη μαζί.
Η μητέρα του Μπόσκο περιέγραψε συγκλονισμένη: «Ανέθρεψα τα παιδιά μου χωρίς να σκέφτομαι θρησκεία και έθνος. Δεν τους είπα ποτέ ότι ήταν Σέρβοι και οι άλλοι Κροάτες ή μουσουλμάνοι. Δεν έβλεπα την Αντίρα ως μουσουλμάνα, διαφορετική. Την έβλεπα ως κοπέλα του γιου μου, που αγαπούσε και την οποία αγαπούσα και εγώ».
Παρά τις εκκλήσεις της μητέρας του, ο Μπόσκο δεν ήθελε να φύγει από τη Σαράγεβο και να πάει στη Σερβία μαζί της και με τον αδελφό του, χωρίς την Αντίρα. Το ζευγάρι είχε περάσει έναν χρόνο μέσα στη δίνη του πολέμου, πριν αποφασίσει να αναζητήσει την ευτυχία και τη γαλήνη σε ένα ασφαλέστερο μέρος. Σύμφωνα με τον Κερτ Σορκ, περπατούσαν 500 μέτρα κατά μήκος της δεξιάς όχθης του ποταμού Μίλιατζκα, εκτεθειμένοι στις βολές των σκοπευτών και από τις δύο πλευρές.

Δεν διευκρινίστηκε ποτέ ποιος και γιατί πυροβόλησε τους δύο νέους που δεν είχαν κάνει κακό σε κανέναν, παρά μόνο ήθελαν να ζήσουν μαζί σε έναν πιο ευτυχισμένο τόπο. Οι γονείς τους πληροφορήθηκαν τον θάνατό τους δύο ημέρες αργότερα. Η μητέρα της Αντίρας θυμήθηκε: «Μου είπε ότι θα ξαναβλεπόμασταν μόλις τελείωναν όλα. Χαμογελούσε, δεν ήταν νευρική. Ο Μπόσκο ήταν, αλλά έτσι λειτουργούσαν, εκείνη ήταν που ηρεμούσε τα πάντα».
Σήμερα, η γέφυρα Βρμπάνια δεν φέρει κανένα σήμα ή μνημείο για την τραγική αγάπη και το τέλος του Μπόσκο και της Αντίρας, όμως οι ψυχές τους συνεχίζουν να εμπνέουν όσους πιστεύουν στην αγάπη που υπερβαίνει κάθε εμπόδιο.