Η Παλαιστινιακή παροικία Ελλάδος δημοσίευσε συγκλονιστικές μαρτυρίες αμάχων από τη Γάζα, όπου περιγράφουν τη φρίκη από τα ισραηλινά χτυπήματα που πραγματοποιούνται για να χτυπηθεί η Χαμάς.
«Στην 700ή μέρα του πολέμου… έτσι καίγονται οι Γαζαίοι από τους πυραύλους του Ισραήλ
Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2025», ξεκινάει η ανάρτηση και στη συνέχεια παραθέτει συγκλονιστικές περιγραφές.
Ακολουθεί ολόκληρη η ανάρτηση:
«Στην 700ή μέρα του πολέμου… έτσι καίγονται οι Γαζαίοι από τους πυραύλους του Ισραήλ
Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2025.
Για 700 ημέρες, ο καταστροφικός πόλεμος του Ισραήλ στη Γάζα κατέκαψε τα σώματα αγαπημένων, τα σπίτια και τις περιουσίες των κατοίκων. Η φρίκη δεν σταμάτησε ούτε στιγμή.
Η νύχτα της Παρασκευής ήταν βαριά, όπως εκατοντάδες νύχτες πριν, όμως η μαρτυρία ενός διασώστη της Πολιτικής Προστασίας ίσως αποκαλύπτει ένα μικρό μέρος από τη φρίκη των σφαγών.
Στην πολυκατοικία «Αμπού Ντάμπι», απέναντι από το ιδιωτικό νοσοκομείο «Γενική Υπηρεσία» στη Γάζα —κι αυτό σχεδόν εκτός λειτουργίας— μια ισραηλινή επιδρομή χτύπησε ένα διαμέρισμα. Ανάμεσα στους τραυματίες και μάρτυρες ήταν και μια γυναίκα με τα παιδιά της. Ο διασώστης, Αμπούντ αλ-Ματζνταλάουι, περιγράφει:
“Μπήκαμε στο διαμέρισμα που καιγόταν. Η μητέρα με τον γιο και την κόρη της φώναζαν.
– “Βγάλτε μας, καίγομαι!” μου έλεγε η μάνα, κι εμείς προσπαθούσαμε να σβήσουμε τις φλόγες. Κρατούσα τη μάνικα, αλλά η φωτιά πλησίαζε απειλητικά. Έδωσα τη μάνικα στον συνάδελφο, έβγαλα το μπουφάν και τη μπλούζα μου, την έδεσα στο πρόσωπο για να αντέξω τον καπνό – δεν έχουμε εξοπλισμό, δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Φτάνω στην πόρτα. Η μάνα μου λέει: “Έλιωσα… τα κόκαλά μου λιώνουν… τα παιδιά μου δεν ακούγονται πια.”
Δεν άντεξα. Βγήκα μια στιγμή για να ανασάνω, γιατί το στήθος μου είχε κλείσει από τον καπνό.
Ξαναμπαίνω και της φωνάζω: “Στο υπόσχομαι, θα σε βγάλουμε!”
Εκείνη ούρλιαζε, κι ανάμεσα σε εκείνη και στη σωτηρία υπήρχε μόνο η πόρτα που στεκόμουν.
Κατάφερα να περάσω από ένα εσωτερικό παράθυρο. Έριξα το φως… και είδα κάτι που δεν μπορώ να ξεχάσω ποτέ:
Η μάνα έρποντας στο πάτωμα, να προσπαθεί να ξεφύγει. Τα χέρια της είχαν λιώσει, κομμάτια κρέμονταν. Όλα γύρω της φωτιά.
Σώσαμε τον γιο, που ξεψυχούσε. Την κόρη τη βγάλαμε νεκρή, καμένη ολοκληρωτικά. Τη μάνα τη σηκώσαμε, αλλά όταν πιάναμε τα χέρια της, έλιωναν και έπεφταν από τις φλόγες που είχαν καταφάει το κορμί της. Την παραδώσαμε στο ασθενοφόρο.
Αυτό που με τσάκισε περισσότερο ήταν ότι η μάνα, ο γιος και η κόρη, ο καθένας είχε πέσει σε διαφορετική γωνία, ο καθένας ψάχνοντας μια χαραμάδα σωτηρίας. Όμως η μηχανή θανάτου του Ισραήλ δεν τους άφησε καμία ελπίδα.
Σας γράφω για τη χειρότερη στιγμή της ζωής μου. Αν μπορούσε κάποιος να καταγράψει εκείνες τις κραυγές, ίσως να ξυπνούσε ο κοιμισμένος κόσμος. Εγώ μόνο τις κραυγές έχω χαραγμένες στο μυαλό μου. Θα με κυνηγούν για πάντα”».