Η παρακαταθήκη της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ως προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναμένεται να δοκιμαστεί σκληρά αυτή την εβδομάδα, καθώς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρόκειται να αποφανθεί σχετικά με τα μυστικά μηνύματα που αντάλλαξε με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Pfizer, Άλμπερτ Μπουρλά, σε σχέση με μια συμφωνία δισεκατομμυρίων ευρώ για την προμήθεια εμβολίων κατά της Covid-19.

Η απόφαση, η οποία θα εκδοθεί την Τετάρτη από το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ, θα κρίνει κατά πόσο η άρνηση της Επιτροπής να δημοσιοποιήσει το περιεχόμενο της συνομιλίας συνιστά παραβίαση των κανόνων διαφάνειας της ΕΕ.

Όπως αναφέρει το Politico, η υπόθεση, γνωστή πλέον ως «Pfizergate», ενδέχεται όχι μόνο να επηρεάσει βαθιά το πώς οι κορυφαίοι αξιωματούχοι της Ένωσης χειρίζονται ζητήματα πίσω από κλειστές πόρτες, αλλά και να ρίξει βαριά σκιά στη δεύτερη πενταετή θητεία της φον ντερ Λάιεν, η οποία ξεκίνησε την 1η Δεκεμβρίου. Ήδη η πρόεδρος της Επιτροπής έχει δεχθεί επικρίσεις για την τάση της να συγκεντρώνει εξουσίες και να υπαναχωρεί από δεσμεύσεις υπέρ του περιβάλλοντος, εν μέσω αυξανόμενης εθνικιστικής ρητορικής στην ΕΕ.

Το βασικό ερώτημα είναι αν τα SMS πρέπει να θεωρούνται επίσημα έγγραφα και άρα να υπόκεινται στους κανόνες δημοσιοποίησης. Ενώ ακτιβιστές και εξωτερικοί παρατηρητές υποστηρίζουν ότι πρέπει να αντιμετωπίζονται όπως κάθε άλλη μορφή επίσημης επικοινωνίας, η Επιτροπή διαφωνεί.

Μεγάλη αμηχανία

Η υπόθεση είναι νομικά πολύπλοκη για τη φον ντερ Λάιεν, καθώς όχι μόνο υπέγραψε προσωπικά το μεγαλύτερο συμβόλαιο προμήθειας εμβολίων της ΕΕ, αξίας δισεκατομμυρίων ευρώ, αλλά είναι και επικεφαλής του οργάνου που οφείλει να τηρεί τις αρχές της διαφάνειας και της λογοδοσίας. Μια απόφαση του δικαστηρίου εναντίον της θα προσφέρει πολιτικά επιχειρήματα σε πλήθος επικριτών.

Επιπλέον, θα αποτελέσει σοβαρό πλήγμα, λίγους μόλις μήνες μετά τη δημόσια δέσμευσή της να υπερασπιστεί τα πρότυπα διαφάνειας, αποτελεσματικότητας και ακεραιότητας κατά τη δεύτερη θητεία της.

«Αυτή η απόφαση του δικαστηρίου μπορεί να αποτελέσει σημείο καμπής για τη διαφάνεια στην ΕΕ», δήλωσε η Σάρι Χάιντς, υπεύθυνη πολιτικής διαφάνειας στη ΜΚΟ Transparency International. «Όταν πρόκειται για κρίσιμες αποφάσεις, ιδίως στον τομέα της δημόσιας υγείας, η μυστικότητα πρέπει να αποφεύγεται».

Η υπόθεση ξεκίνησε από τους New York Times και την πρώην επικεφαλής του γραφείου τους στις Βρυξέλλες, οι οποίοι προσέφυγαν κατά της απόφασης της Επιτροπής να μην δημοσιοποιήσει τα μηνύματα το 2022.

Η ύπαρξη των μηνυμάτων αποκαλύφθηκε σε συνέντευξη του Απριλίου 2021 στους New York Times, όπου ο Μπουρλά περιέγραψε τις ανταλλαγές ως ενίσχυση της «βαθιάς εμπιστοσύνης» και διευκόλυνση της διαπραγμάτευσης μιας μεγάλης συμφωνίας εμβολίων. Η συμφωνία αυτή, που οριστικοποιήθηκε τον Μάιο του 2021, αφορούσε την αγορά έως και 1,8 δισεκατομμυρίων δόσεων του εμβολίου Pfizer-BioNTech κατά της Covid-19, την μεγαλύτερη που έχει υπογραφεί ποτέ από την ΕΕ.

Προέβλεπε την άμεση αγορά 900 εκατομμυρίων δόσεων, με δυνατότητα παραγγελίας άλλων 900 εκατομμυρίων για παράδοση το 2022 και το 2023.

Καμπανάκι αφύπνισης

Το 2022, ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής έκρινε ότι η αποτυχία της Επιτροπής να αναζητήσει τα συγκεκριμένα μηνύματα συνιστούσε κακοδιοίκηση. Η Εμίλι Ο’Ράιλι, Διαμεσολαβητής από το 2013 έως το 2025, χαρακτήρισε την υπόθεση «καμπανάκι αφύπνισης» για τους θεσμούς της ΕΕ.

Υποστήριξε ότι η διαφάνεια έχει υποχωρήσει επί της προεδρίας φον ντερ Λάιεν.

Μάλιστα, επέκρινε προσωπικά την πρόεδρο της Επιτροπής, κατηγορώντας την σε συνέντευξή της στο Politico ότι έχει καλλιεργήσει μια κουλτούρα «απόκρυψης» για πολιτικούς λόγους.

Επιπλέον, στηλίτευσε την απουσία της φον ντερ Λάιεν από τη μοναδική μέχρι τώρα ακροαματική διαδικασία για την υπόθεση. «Ο ελέφαντας που δεν ήταν στην αίθουσα», είπε χαρακτηριστικά. «Το ένα πρόσωπο που θα μπορούσε να μας πει τα πάντα, δεν ήταν παρόν», συμπλήρωσε.

Σε δήλωση της προς το Politico, η Επιτροπή ανέφερε πως «δεν σχολιάζει εν εξελίξει νομικές διαδικασίες».

Ήδη, το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ έχει καταδικάσει την απόφαση της Επιτροπής να προβεί σε εκτεταμένη απόκρυψη τμημάτων των συμβολαίων εμβολίων πριν από τη δημοσιοποίησή τους, κάτι που η Επιτροπή απέδωσε στην προστασία της ιδιωτικότητας των υπαλλήλων και των εμπορικών συμφερόντων των εταιρειών.

Η ευρωβουλευτής των Πρασίνων Τίλι Μέτζ, μία εκ των πέντε που προσέφυγαν στο δικαστήριο, διερωτήθηκε ποιος ή τι βρίσκεται πίσω από την απροθυμία της φον ντερ Λάιεν να δώσει στη δημοσιότητα τις πληροφορίες. «Λαμβάνει κακές συμβουλές», είπε. «Αν θες το κοινό να έχει εμπιστοσύνη στους πολιτικούς και στις επαφές τους με τη βιομηχανία, πρέπει να δίνεις έμφαση στη διαφάνεια».

Αναγνώρισε πως η κρίση της Covid-19 ήταν μια «νέα κατάσταση» που οδήγησε στην αναγκαστική συνεργασία της Επιτροπής με τη φαρμακοβιομηχανία, ωστόσο θεωρεί ότι η φον ντερ Λάιεν δεν έμαθε τα κατάλληλα διδάγματα από την πανδημία.

Χρόνια ασάφειας

Στο πλαίσιο της υπόθεσης που θα κριθεί την Τετάρτη, το δικαστήριο πραγματοποίησε ακροαματική διαδικασία στο Λουξεμβούργο τον Νοέμβριο. Το ανώτατο τμήμα του δικαστηρίου εξέφρασε σκεπτικισμό για την άρνηση της Επιτροπής να δώσει στη δημοσιότητα τα μηνύματα.

Μετά από χρόνια ασάφειας ακόμη και για την ύπαρξη των μηνυμάτων, οι δικηγόροι της Επιτροπής τελικά τα αναγνώρισαν, προκαλώντας γέλια και δυσαρέσκεια μεταξύ των παρισταμένων και των δικαστών.

«Δεν αρνούμαστε ότι [τα μηνύματα] υπάρχουν», δήλωσε ο δικηγόρος της Επιτροπής Πάολο Στανκανέλι κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.

Ωστόσο, αρνήθηκε τη σημασία τους, υποστηρίζοντας ότι θα τα είχαν διατηρήσει και πιθανόν δημοσιοποιήσει, εάν σχετίζονταν με τις διαπραγματεύσεις της συμφωνίας με την Pfizer.

Οι δικαστές εμφανίστηκαν ενοχλημένοι καθώς η Επιτροπή απέτυχε επανειλημμένα να εξηγήσει πώς αποφασίζει ποια έγγραφα είναι σημαντικά. Έθεσαν σειρά ερωτήσεων που η Επιτροπή δεν μπορούσε να απαντήσει: Ρώτησαν τη φον ντερ Λάιεν απευθείας; Ερεύνησαν το κινητό της ή τους λογαριασμούς της; Εξέτασαν τον επικεφαλής του γραφείου της;

Ύστερα από περισσότερες από τρεις ώρες ακροαματικής διαδικασίας, οι δικαστές επέκριναν ανοιχτά τις απαντήσεις και τη στάση της Επιτροπής στην προσφυγή των New York Times.

Ο δικαστής Χοσέ Μαρτίν ι Πέρες ντε Νανκλάρες δήλωσε ότι η Επιτροπή δεν έλαβε «επαρκή και επιμελή μέτρα» για να εξηγήσει γιατί δεν μπορούσε να μοιραστεί τα μηνύματα. Ο δικαστής Πολ Νιχούλ χαρακτήρισε τον φάκελο της υπόθεσης «σχετικά συγκεχυμένο».

Η δικηγόρος των New York Times, Μποντίνε Κλούστρα, σχολίασε πως η προετοιμασία του εκπροσώπου της Επιτροπής ήταν «ιδιαίτερα απογοητευτική».

«Ακόμα δεν ξέρουμε τι συνέβη με το τηλέφωνο της φον ντερ Λάιεν, αν ανταλλάχθηκαν μηνύματα ή μηνύματα Signal από laptop ή άλλη συσκευή, ακόμα δεν ξέρουμε πού έψαξε η Επιτροπή», είπε.

Οικονομικά εγκλήματα

Η πίεση προς τη φον ντερ Λάιεν δεν περιορίζεται στη συγκεκριμένη υπόθεση. Το Ευρωπαϊκό Γραφείο Δημόσιου Εισαγγελέα (EPPO), που διερευνά σοβαρά οικονομικά εγκλήματα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, επιβεβαίωσε ότι ερευνά τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή διαχειρίστηκε τις προμήθειες των εμβολίων.

Τον Μάρτιο, η επικεφαλής του EPPO, Λάουρα Κοβέσι, δήλωσε ότι το γραφείο της πήρε πρόσφατα κατάθεση από αξιωματούχους της Επιτροπής για το πώς διεξήχθησαν οι διαπραγματεύσεις για τα εμβόλια.

Το EPPO ανέφερε ότι δεν σχολιάζει εν εξελίξει έρευνες.