Η θέση του λάρυγγα βρίσκεται συνήθως χαμηλότερα στους άντρες απ’ ό,τι στις γυναίκες. Αυτό σε ό,τι αφορά την ομιλία ίσως είναι ένα μειονέκτημα.

Η γυναικεία φωνητική οδός είναι ικανή να παράγει μεγαλύτερο φάσμα διακριτών φωνηέντων από των ανδρών.

Κανείς θα μπορούσε να υποθέσει ότι η συγκριτικά χαμηλή θέση της «μηχανής παραγωγής φωνής» των ανδρών δεν έχει εξελιχθεί έτσι, προκειμένου να βελτιωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε η ομιλία να είναι κατανοητή γράφει η Alice Roberts στον Observer.

Όταν όμως ακούμε κάποιον να μιλάει, λαμβάνουμε περισσότερες πληροφορίες από αυτές που περιέχονται στις λέξεις που χρησιμοποιεί.

Και παρότι ενδέχεται να μην το αντιλαμβανόμαστε πάντα, «μετράμε» τους ανθρώπους από τις φωνές τους.

Η βαθιά, βαριά ανδρική φωνή, υπερβάλλει το μέγεθος του σώματος, όπως ακριβώς και σε ορισμένα ζώα (π.χ. αρσενικά ελάφια) και θα μπορούσε να έχει εξελιχθεί με αυτόν τον τρόπο, ακριβώς επειδή οι γυναίκες θεωρούσαν τους άντρες με χαμηλές, μπάσες φωνές πιο ελκυστικούς.

Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει αυτό το φαινόμενο ως «η επίδραση του Barry White» προσθέτει η αρθρογράφος.

Τα παραπάνω δεν είναι, φυσικά, μάταιες σκέψεις και θεωρίες.

Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του πανεπιστημίου του Aberdeen, οι γυναίκες δείχνουν μια προτίμηση στις βαριές φωνές.

Επίσης, οι γυναίκες έτειναν να θυμούνται καλύτερα πληροφορίες που τούς είχε μεταφέρει ένας άντρας με χαμηλή φωνή.

Θα μπορούσε ακόμη να ισχύει το εξής: η φωνή των ανδρών εξελίχθηκε με αυτόν τον τρόπο, προκειμένου να αποτρέπουν τους ανταγωνιστές τους και να επιβάλλονται τόσο σε αυτούς, όσο (κυρίως) στα θηλυκά.

Την άποψη αυτή υποστηρίζει μια άλλη έρευνα, που διεξήχθη από το πανεπιστήμιο του Πιτςμπουργκ.

Σύμφωνα με αυτή, οι άντρες διαμορφώνουν τον ήχο της φωνής τους, όταν βρίσκονται σε «ανταγωνισμό» με άλλους άντρες.

Ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Πιτσμπουργκ ζήτησαν από φοιτητές να παίξουν ένα «παιχνίδι». Οι εθελοντές έπρεπε να ανταγωνιστούν έναν αόρατο αντίπαλο, και να επιβληθούν.

Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά: οι συμμετέχοντες που θεωρούσαν ότι ο σωματότυπός τους ήταν πιο κυρίαρχος από των αντιπάλων τους, χαμήλωναν τη φωνή τους. Όσοι όμως πίστευαν ότι δεν ήταν τόσο κυριαρχικοί, βάσει της εξωτερικής τους εμφάνισης, ανέβαζαν τον τόνο της φωνής τους.

Οι άνδρες «μετρούσαν ο ένας τον άλλον» όπως ακριβώς τα αρσενικά ελάφια. Όμως, όπως παρατήρησαν οι ερευνητές, άλλαζαν τον τόνο της φωνής τους κατά τέτοιο τρόπο –που χωρίς να το καταλαβαίνουν- διαχειρίζονταν τον «αόρατο αντίπαλο» με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε να αποφύγουν τη σύγκρουση.

Ένας άντρας που πίστευε ότι ήταν κυρίαρχος, χαμήλωνε τη φωνή του, ακριβώς για να δώσει έμφαση σε αυτό και να φοβίσει τον αντίπαλό του. Εκείνος που πίστευε ότι ενδεχομένως να «έχανε το παιχνίδι», απλά ακούγοντας τον αντίπαλό του, μιλούσε με πιο υψηλή φωνή: σαν να τού έλεγε «μην ασχολείσαι μαζί μου, έχεις κερδίσει φίλε».

Η χαμηλή, βαριά φωνή στους άντρες, είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα, που εξελίχθηκε κατά πάσα πιθανότητα μέσω της σεξουαλικής επιλογής, προσθέτει το δημοσίευμα.

Και αυτό όχι μόνο για να είναι κανείς ελκυστικός στο αντίθετο φύλο, αλλά και για να υπερισχύει των αντιπάλων του.
Μια βαριά φωνή μπορεί να αποδειχθεί πλεονέκτημα και για τις δύο αυτές περιπτώσεις: να κατατροπωθεί ο λιγότερο κυριαρχικός αντίπαλος και να είναι πιο ελκυστικός στο αντίθετο φύλο.

Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, που λέει και η παροιμία.