Νέα συγκλονιστικά στοιχεία έρχονται στο φως για το νοσηρό πρόγραμμα ευγονικής που εφάρμοσε η Ιαπωνία μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και το  οποίο παρέμεινε σε ισχύ για 48 ολόκληρα χρόνια. Τα νέα στοιχεία αποκαλύπτονται μέσα από επίσημη έκθεση του ιαπωνικού κοινοβουλίου. Συνολικά 25.000 άνθρωποι υπέστησαν με τη βία στείρωση.

Μεταξύ αυτών – τουλάχιστον – και δύο εννιάχρονα παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, τα οποία στειρώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και του ‘70, αλλά και πολλά ακόμη ανήλικα ηλικίας 14 ή 16 ετών. Περίπου το 70% των περιπτώσεων αφορούσαν γυναίκες ή κορίτσια.

Το ιαπωνικό κράτος είχε δώσει το δικαίωμα στις τοπικές κυβερνήσεις της εποχής είχαν την εξουσία να οδηγήσουν αυθαίρετα ένα άτομο στο χειρουργείο, χωρίς κάποια εξήγηση, ενώ ορισμένα εκ των θυμάτων ενημερώνονταν ψευδώς πως θα υποβληθούν σε μια εγχείρηση ρουτίνας, όπως για παράδειγμα για σκωληκοειδίτιδα. Ακόμη και στην περίπτωση που τυπικά είχε δοθεί συναίνεση από συγγενείς για στείρωση, στην πραγματικότητα αυτή είχε αποσπαστεί μετά από εκφοβισμό και άλλες ψυχολογικές πιέσεις.

Ο νόμος, όπως αναφέρει το BBC, εξανάγκαζε ανθρώπους να υποβληθούν σε επεμβάσεις ώστε να μην μπορέσουν να αποκτήσουν παιδιά, τα οποία κατά το ιαπωνικό κράτος ήταν «κατώτερα». Πρόκειται για ανθρώπους που είχαν σωματικές ή νοητικές αναπηρίες ή έπασχαν από κάποια ψυχική ασθένεια ή είχαν κάποιες κληρονομικές διαταρχές. Η διαδικασία ενεργοποιούταν ακόμη και εάν υπήρχαν απλώς οι υποψίες για ψυχική ασθένεια.

«Μας έκλεψαν τη ζωή», ανέφερε ένα από τα θύματα που όταν εισήχθη σε κλινική για στείρωση ήταν μόλις 16 ετών.  «Με αναισθητοποίησαν και δεν θυμάμαι τίποτα μετά από αυτό». Μια ακόμη γυναίκα, τότε ηλικίας 15 ετών, η Γιούμι Σάτο υποβλήθηκε σε στείρωση λόγω μιας διάγνωσης «κληρονομικής νοητικής αδυναμίας». Ήταν μεταξύ των πρώτων θυμάτων που ξεκίνησαν τη νομική διαδικασία εναντίον του ιαπωνικού κράτους.

Ο νόμος, που καταργήθηκε μόλις το 1996, αποτελεί ένα από τα πιο σκοτεινά και αποτρόπαια κεφάλαια της μεταπολεμικής ιστορίας της Ιαπωνίας. Το κοινοβούλιο της χώρας δημοσίευσε μια πολυαναμενόμενη μελέτη 1.400 σελίδων, βασισμένη σε μια κυβερνητική έρευνα που ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2020.

Ένα εκ των θυμάτων, σήμερα 80 ετών, που εξαναγκάστηκε σε στείρωση στην ηλικία των 14 ετών, δήλωσε σε ιαπωνικά μέσα ενημέρωσης, πως η έκθεση επιβεβαιώνει το έγκλημα του ιαπωνικού κράτους. «Θα ήθελα η πολιτεία να μην επιχειρήσει να κλείσει την υπόθεση, αλλά να λάβει σοβαρά τα όσα βασανιστήρια υπεστήκαμε», δήλωσε.

Πολλοί επισημαίνουν πως η έκθεση δεν εξετάζει το γιατί χρειάστηκε σχεδόν μισός αιώνας για να καταργηθεί ένας τόσο φρικιαστικός νόμος. Σε κάθε περίπτωση ο στόχος του ήταν ένας: Ο «καθαρισμός» του ιαπωνικού πληθυσμού από γενετικά χαρακτηριστικά, αναπηρίες και ασθένειες που θεωρούνταν ανεπιθύμητες και η προώθηση αυτού που πιστεύεται ότι είναι το γενετικά «ανώτερο».

Σύμφωνα με τη Japan Times, σε ένα σχολικό βιβλίο γυμνασίου του 1975, το οποίο παρατίθεται στην έκθεση, αναφερόταν για το πρόγραμμα της ευγονικής πως η επιδίωξη των νομοθετών είναι να  «βελτιώσουν» τη «γενετική προδιάθεση ολόκληρου του κοινού».

Ο Γιασουτάκα Ιτσινοκάβα, καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο, μιλώντας παλαιότερα στον Guardian, είχε αναφέρει για το πρόγραμμα της ευγονικής πως ψυχίατροι εντόπιζαν ασθενείς στους οποίους θεωρούσαν ότι έπρεπε να γίνει στείρωση, ενώ και νοσηλευτές σε ιδρύματα για άτομα με νοητική αναπηρία είχαν επίσης αναλάβει ανάλογες «πρωτοβουλίες» στείρωσης.

Οι άνθρωποι – κλειδιά της διαδικασίας όμως ήταν τοπικοί αξιωματούχοι «ευημερίας» γνωστοί ως Minsei-iin. Μάλιστα το υπουργείο Πρόνοιας είχε δώσει στις τοπικές αρχές όλης της χώρας την έγκριση να λένε ψέματα σε άτομα με κληρονομικές ασθένειες. «Όλοι τους δούλευαν με προθυμία εκλαμβάνοντας τη στείρωση ως κάτι το οποίο ήταν προς το συμφέρον των ανθρώπων», ανέφερε ο Ιτσινοκάβα.

Υπενθυμίζεται πως το 2019, το ιαπωνικό κράτος παραδέχτηκε τα εγκλήματά του με τον τότε πρωθυπουργό Σίνζο Άμπε να δηλώνει πως ο νόμος για την ευγονική προκάλεσε «μεγάλα βάσανα». Ωστόσο επικρίθηκε έντονα όταν ανακοινώθηκε πως για αυτά τα «μεγάλα βάσανα» θα αποζημιώσει τα θύματα με 28.600 δολάρια. Ακολούθησε ένας καταιγισμός προσφυγών στη Δικαιοσύνη και το κοινοβούλιο πιέστηκε και τελικά αποφάσισε, τον Ιούνιο του 2020, να ξεκινήσει σχετική έρευνα.

«Η κυβέρνηση θα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη για την επανεξέταση του νόμου περί αποζημιώσεων και άλλων μέσων ώστε να παρέχει ανακούφιση στα θύματα και να διασφαλίσει πως μια τέτοια τραγωδία δεν θα επαναληφθεί ποτέ», υπογράμμισε ο Ιτσινοκάβα σε πρόσφατες δηλώσεις του στη Japan Times.

Τα καινούργια στοιχεία έχουν προκαλέσει νέες οργισμένες αντιδράσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και την ιαπωνική κοινωνία. Δεν είναι λίγοι μάλιστα αυτοί που υπογραμμίζουν πως η κυβέρνηση της χώρας θα πρέπει να αναθεωρήσει και νόμους που περιορίζουν τα δικαιώματα των γυναικών και της LGBTQ κοινότητας.