«Το μόνο που θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία είναι το ξύλο. Μια φορά έμεινα κλειδωμένος σε ένα δωμάτιο για έξι μήνες. Ο πατέρας μου ερχόταν και με χτυπούσε πέντε με έξι φορές την ημέρα. Χρησιμοποιούσε βέργες και ράβδους, ενώ μια φορά άδειασε στην πλάτη μου ένα αεροβόλο όπλο».

Αυτή η φρικιαστική περιγραφή δεν αφήνει πολλά περιθώρια μιας ομαλής παιδικής ηλικίας. Τα σωματικά και ψυχικά τραύματα που μπορεί να προκαλέσει σε ένα ανήλικο μία βαρβαρότητα τέτοιου μεγέθους είναι μη αναστρέψιμα. Και το πού μπορεί να καταλήξει ένας άνθρωπος που έχει βιώσει τέτοιου είδους βασανιστήρια από τον ίδιο του τον γονέα στέκεται σε μία πολύ λεπτή γραμμή.

Η θηριωδία που μπορεί να συμβαίνει δίπλα μας πολλές φορές μας αφήνει με το στόμα ανοικτό αλλά είναι δεδομένο ότι αρκετές φορές κάνουμε τα στραβά μάτια στις ενδείξεις. Στην περίπτωση του κλεισμένου εδώ και 40 χρόνια στην απομόνωση, Ρόμπερτ Μόντσλεϊ κανένας δεν ασχολήθηκε. Δεν τους ενδιαφέρει αν είμαι τρελός ή κακός. Δεν γνωρίζουν την απάντηση και δεν τους νοιάζει, αρκεί να είμαι εξαφανισμένος και ξεχασμένος», ανέφερε ο ίδιος.

Τον συνέλαβαν πρώτη φορά στα 21 του για τον στραγγαλισμό ενός παιδόφιλου…

Η κόλαση των παιδικών χρόνων του «Χάνιμπαλ του Κανίβαλου»

Η ταινία του Χάνιμπαλ Λέκτερ είναι μία από τις πιο επιτυχημένες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου αφήνοντας ανεξίτηλα σημάδια σε όσους την είδαν. Ο Άντονι Χόπκινς σαν ψυχοπαθής αλλά πανέξυπνος κανίβαλος έκανε πολλούς ανθρώπους να χάσουν τον ύπνο τους.

Ο Ρόμπερτ Μόντσλεϊ θεωρείται από τις βρετανικές αρχές ως ο πιο επικίνδυνος κατά συρροή δολοφόνος τη χώρας. Τα ΜΜΕ λατρεύοντας τέτοιου είδους ειδήσεις τον αποκάλεσαν «μπλε». Το παρατσούκλι βγήκε από το χρώμα του πρώτου του θύματος… τη στιγμή που το στραγγάλιζε.

Τα αγγλικά μέσα ενημέρωσης τον έχουν βαφτίσει «Χάνιμπαλ ο Κανίβαλος» και είναι ίσως ο πρώτος που τα εγκλήματά του προσομοιάζουν σε αυτά του τηλεοπτικού Χάνιμπαλ.

Γεννημένος το 1953 στο Λίβερπουλ έζησε, αντί για παιδικά χρόνια, την κόλαση επί γης. Αυτός και τα τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια του μεταφέρθηκαν σε ορφανοτροφείο, λόγω γονεϊκής αμέλειας. Τα χρόνια στο καθολικό ορφανοτροφείο «Nazareth House» ήταν ίσως τα μόνα μπορούσε να θυμηθεί με κάποιο χαμόγελο. Κράτησαν λίγο ωστόσο.

Μετά από τέσσερα χρόνια, οι γονείς τους επέστρεψαν και πήραν τα παιδιά πίσω στο σπίτι. Η οικογένεια είχε πλέον 12 (!) παιδιά. Ο Ρόμπερτ ήταν ένα από αυτά που βίωσαν κάθε είδους μαρτύριο σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης, καθώς επίσης και ψυχολογικής βίας.

Έως τα 16 του πέρασε από πολλά σπίτια. Θεώρησε όμως ότι το να φύγει για το Λονδίνο θα ήταν η καλύτερη λύση. Και έτσι το έσκασε.

Η ζωή στην πρωτεύουσα, η πορνεία και η αρχή του κακού

Το Λονδίνο όσο θελκτικό και αν του φαινόταν δεν έπαψε ποτέ να είναι μία σκληρή μητρόπολη με ένα άκρως σκοτεινό πρόσωπο.

Δεν είχε κάποιο σπίτι να μείνει έτσι κοιμόταν στους δρόμους. Η εμπλοκή του με τα ναρκωτικά ήταν σχεδόν άμεση. Για να καταφέρει να εξασφαλίσει την δόση του και κάτι να τρώει ξεκίνησε να εκδίδεται.

Μέχρι τα 21 του είχε μπει πολλές φορές σε ψυχιατρεία λέγοντας συνεχώς στους γιατρούς ότι «ακούει φωνές που του υπαγόρευαν να δολοφονήσει τους γονείς του», ενώ οι αναμνήσεις από τους συνεχόμενους βιασμούς που είχε υποστεί ήταν εξαιρετικά επίπονες σε σημείο να κάνει απανωτές απόπειρες αυτοκτονίας.

Το 1973 τον πλησίασε ένας άνδρας, ο Τζον Φάρελ για να συνευρεθούν. Όσο ήταν μαζί ο Φάρελ έδειξε στον Μόντσλεϊ φωτογραφίες από πολλούς ανηλίκους τους οποίους είχε κακοποιήσει.

Αυτή ήταν η γραμμή χωρίς γυρισμό. Ο Ρόμπερτ γεμάτος οργή, στραγγάλισε με μανία τον παιδόφιλο που είχε μπροστά του. Συνελήφθη λίγο αργότερα αλλά δεν δικάστηκε καθώς θεωρήθηκε φρενοβλαβής και οδηγήθηκε σε νοσοκομείο για εγκληματίες που ήταν παράφρονες.

«Χάνιμπαλ ο Κανίβαλος» και το ανοιγμένο κρανίο με το κουτάλι

Το παράδοξο με τον Ρόμπερτ Μόντσλεϊ είναι ότι για τους 4 φόνους που διέπραξε μόνο ένας έγινε εκτός φυλακών. Από εδώ και πέρα οι περιγραφές θυμίζουν ταινία σπλάτερ. Ο Μόντσλεϊ το 1997, με συνεργό έναν συγκρατούμενό τους πήραν όμηρο στο κελί τους έναν παιδόφιλο κρατούμενο κάνοντάς του βασανιστήρια για 9 ώρες.

Πριν του διαλύσουν το κεφάλι στον τοίχο τον είχαν κρεμάσει ψηλά για να φαίνεται από τους δεσμοφύλακες. Τότε ήταν που απέκτησε το παρατσούκλι «Χάνιμπαλ ο Κανίβαλος». Ένας φύλακας προσπάθησε να δώσει μία εικόνα του τι συνέβη εκείνες τις 9 ώρες μέσα στο κελί.

Στην αρχική του κατάθεση είπε ότι το κεφάλι του κρατούμενου ήταν ανοιγμένο σαν αυγό. Στο κρανίο είχε σφηνώσει ένα κουτάλι ενώ έλειπε ένα κομμάτι του εγκεφάλου το οποίο το είχε φάει ο Ρόμπερτ. Στη συνέχεια άλλαξε αυτό το σημείο της κατάθεσης λέγοντας ότι «μου είπε ο ίδιος ότι έφαγε τον εγκέφαλο».

Η νεκροψία δεν έδειξε κάποιο σημάδι κανιβαλισμού ωστόσο. Στη δίκη που ακολούθησε οι δικαστικές αρχές χειρίστηκαν τον Μόντσλεϊ ως κάποιον που έχει σώας τας φρένας.

Μετά από αυτή τη δολοφονία, το 1977, μεταφέρθηκε σε φυλακές γενικού πληθυσμού. Ένα χρόνο μετά δολοφόνησε πάλι.

Θύματα ήταν δύο κρατούμενοι, κομμάτι ενός σχεδίου του Μόντσλεϊ που ήθελε να σκοτώσει συνολικά επτά άτομα. Το πρώτο θύμα ήταν ένας κρατούμενος που είχε σκοτώσει τη γυναίκα του.

Ο Ρόμπερτ τον πήρε στο κελί του, τον μαχαίρωσε μέχρι θανάτου και τον έκρυψε κάτω από το κρεβάτι του. Μετά από μία μέρα ο πρώτος κρατούμενος είχε την ίδια τύχη με τον πρώτο. Ο Μόντσλεϊ τον μαχαίρωσε δεκάδες φορές με αυτοσχέδιο μαχαίρι και του έκανε χαλκομανία το κεφάλι στον τοίχο.

Το ακόμα πιο ανατριχιαστικό είναι ότι αφού τελείωσε με απόλυτη ψυχραιμία και αίματα σε όλο του το σώμα, βγήκε έξω από το κελί, πήγε στην τραπεζαρία των φυλακών, άφησε το μαχαίρι και είπε στους δεσμοφύλακες: «Σήμερα θα μετρήσετε δύο λιγότερους».

Επίσημα ο «πιο επικίνδυνος δολοφόνος της Βρετανίας»

«Όταν σκοτώνω, έχω στο μυαλό μου τους γονείς μου. Αν είχα σκοτώσει τους γονείς μου το 1970, κανείς από αυτούς τους ανθρώπους δεν θα είχε πεθάνει. Εάν τους είχα δολοφονήσει, τότε θα ήμουν ελεύθερος άνθρωπος και δεν θα έδινα δεκάρα για τον κόσμο», είπε στο δικαστήριο ο Μόντσλεϊ κατά τη διάρκεια της τελευταίας του δίκης το 1979.

Από το 1983 ο Ρόμπερτ Μόντσλεϊ βρίσκεται σε ειδικά διαμορφωμένο κελί απομόνωσης κάτι που τον καθιστά τον μακροβιότερο κατάδικο σε αυτή την κατάσταση στο Νησί. Το κελί με ενισχυμένο αλεξίσφαιρο γυαλί και μοναδικά έπιπλα, ένα τραπέζι και μια καρέκλα από συμπιεσμένο χαρτόνι. Η τουαλέτα και ο νεροχύτης είναι βιδωμένα στο έδαφος, ενώ το κρεβάτι αποτελείται από σκυρόδεμα.

Η μόνη του επαφή με τον έξω κόσμο είναι για μία ώρα τη μέρα ενώ απαγορεύεται ρητά οποιαδήποτε επαφή με άλλο κρατούμενο.

Κάποιοι οικογενειακοί του φίλοι που τον επισκέπτονται έχουν να πουν ότι είναι ένας άνθρωπος καλλιεργημένος, με πολύ υψηλό IQ ο οποίος διαβάζει ποίηση, ακούει κλασική μουσική και είναι λάτρης της τέχνης.

Ο Μόνστλεϊ μετά από πολλές διαμαρτυρίες του στο βρετανικό σωφρονιστικό σύστημα έκανε ένα παράδοξο αίτημα.

Ζήτησε να του παραχωρηθεί ένας παπαγάλος για κατοικίδιο. Η αντιπρότασή του σε περίπτωση αρνητικής απάντησης ήταν μια κάψουλα κυανίου για να θέσει τέλος στη ζωή του…