Η ικανότητα του αθλητισμού να προσελκύει τα πλήθη και τα πάθη, τον αναδεικνύει σε ένα πολύ σημαντικό εργαλείο διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Η λογική του SportWashing είναι πολύ απλή και ιδιαίτερα αποτελεσματική: Αξιοποιούμε ένα δημοφιλές και αγαπημένο άθλημα, αγοράζουμε μια ομάδα ή διοργανώνουμε μεγάλα αθλητικά γεγονότα και βελτιώνουμε την εικόνα μιας χώρας ή ενός οργανισμού.

Αν και η πρακτική δεν είναι καινούργια, ο όρος έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής τη δεκαετία του 2010, κατά την οποία αυταρχικές κυβερνήσεις, όπως για παράδειγμα η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, άρχισαν να διοχετεύουν τεράστια κεφάλαια στον αθλητισμό, με τους επικριτές να υπογραμμίζουν πως επί της ουσίας επιχειρούν να αποσπάσουν την προσοχή από τον αυταρχισμό, τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ακόμη και εγκλήματα.

Τελευταία αποκάλυψη για την πρακτική του SportWashing ήρθε από τους New York Times. Ο Λιονέλ Μέσι, έχει μια μυστική συνεργασία με τη Σαουδική Αραβία, ώστε να προβάλλει τη χώρα και να βελτιώσει την εικόνα της με συχνές επισκέψεις για αναψυχή, αλλά και σχετικές προσωπικές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Η συμφωνία θα αυξήσει τις καταθέσεις του σούπερ σταρ του παγκόσμιου ποδοσφαίρου κατά σχεδόν 25 εκατ. δολάρια, ωστόσο υπάρχει ένας απαράβατος όρος: Δεν θα πρέπει να πει τίποτα που θα μπορούσε να «αμαυρώσει» τη Σαουδική Αραβία.

Ο Νίκολας ΜακΓκίχαν, υπεύθυνος τη FairSquare Research, ενός thinktank για τα ανθρώπινα δικαιώματα, υπογραμμίζει στη Deutsche Welle πως το sportwashing ως πρακτική είναι «αρχαίο», κατά το γνωστό «panem et circenses», δηλαδή «άρτον και θεάματα». «Μπορείτε να πάτε ακόμη και πιο πίσω από τη ρωμαϊκή εποχή. Ο αθλητισμός πάντα χρησιμοποιούταν για να εξυπηρετήσει πολιτικούς σκοπούς», δηλώνει και προσθέτει: «Ο αθλητισμός είναι ισχυρός και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κακόβουλους σκοπούς».

Πολλές δεκαετίες πριν από την εμφάνιση του όρου, η ναζιστική Γερμανία και η φασιστική Ιταλία φιλοξένησαν μεγάλα αθλητικά γεγονότα τη δεκαετία του 1930. Επίσης μεγάλος αριθμός τουρνουά τένις πραγματοποιήθηκαν στη Νότια Αφρική στη εποχή του απαρτχάιντ, ενώ ο Μοχάμεντ Άλι έδινε αγώνες πυγμαχίας υπό το ολοκληρωτικό καθεστώς του Ζαΐρ και τη δικτατορία στις Φιλιππίνες.

Εδώ και μια δεκαετία, και καθώς ο όρος εφευρέθηκε από δυτικούς, το Sportwashing έχει συνδεθεί συχνότερα με τη Ρωσία, τα καθεστώτα της Μέσης Ανατολής και την Κίνα, δηλαδή παράγοντες εκτός της Δύσης. Όμως στην πραγματικότητα, ούτε η γεωγραφία, αλλά ούτε καν ο τύπος του καθεστώτος αποτελούν μέρος του sportwashing.

Τα τελευταία χρόνια η FIFΑ (διεθνής ομοσπονδία ποδοσφαίρου) έχει δεχτεί σφοδρά πυρά για την ανάθεση της διεξαγωγής του Παγκοσμίου Κυπέλλου στη Ρωσία (2018) και στο Κατάρ (2022). Ανάλογη κριτική έχει ασκηθεί και στη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή για τους χειμερινούς Ολυμπιακούς αγώνες στο Σότσι (2014) και το Πεκίνο (2022).

Ταυτόχρονα στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, μετά την «έφοδο» των Ρώσων ολιγαρχών, καταγράφεται η επέλαση των καθεστώτων της Μέσης Ανατολής με εξαγορές ιστορικών συλλόγων της γηραιάς ηπείρου. Οι πιο αξιοσημείωτες περιπτώσεις είναι απόκτηση της Μάντσεστερ Σίτι από το Άμπου Ντάμπι, το 2008, της Παρί Σεν Ζερμέν, από το Κατάρ το 2011 και της Νιούκαστλ από μια κοινοπραξία στην οποία συμμετέχει το κρατικό επενδυτικό ταμείο της Σαουδικής Αραβίας (PIF).

Πριν από τα κράτη ήταν οι εταιρείες

Πολύ πριν επινοηθεί ο όρος, το sportwashing ήταν μια ιδιαίτερα δημοφιλής πρακτική των εταιρειών. Για δεκαετίες μεγάλες εταιρείες κατηγορούνται πως χρησιμοποιούσαν εξέχουσες φυσιογνωμίες του αθλητισμού για να στρέψουν τα βλέμματα από τις απαράδεκτες πρακτικές που ακολουθούσαν στις «αλυσίδες» παραγωγής τους (παιδική εργασία, μισθοί εξαθλίωσης, τραγικές εργασιακές συνθήκες κλπ).

Τεράστιο πρόβλημα και για τα αθλήματα

Εκτός από τον απώτερο στόχο, το Sportwashing έχει σοβαρές παρενέργειες στον αθλητισμό και σε παρόντα χρόνο. Τα τεράστια κεφάλαια που δαπανώνται προκαλούν στρεβλώσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην κατάρρευση ολόκληρων αθλητικών οικοδομημάτων.

Ενδεικτικά, όπως υπογραμμίζει η Deutsche Welle, οι αγορές των Νειμάρ και Εμπαπέ, έναντι 230 εκατ. ευρώ και 180 εκατ. ευρώ αντίστοιχα, εκτόξευσαν συνολικά τις τιμές των παικτών και δημιούργησαν νέα δεδομένα στην αγορά του ποδοσφαίρου. Πολλοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι αδυνατούν να ακολουθήσουν αυτόν τον τρελό χορό των εκατομμυρίων με αποτέλεσμα το παιχνίδι να διαβρώνεται προς όφελος μιας ελίτ και να χάνει τη ψυχή του.

Τα μυθικά συμβόλαια που δόθηκαν από συλλόγους της Σαουδικής Αραβίας για τους σούπερ σταρ Κριστιάνο Ρονάλντο και Καρίμ Μπενζεμά δείχνουν πως η πορεία όχι μόνο δεν ανακόπτεται αλλά συνεχίζεται ξέφρενη. Και ασφαλώς το ποδόσφαιρο δεν είναι το μόνο άθλημα που πλήττεται από τις πρακτικές του Sportwashing.

Πώς θα μπορούσε να σταματήσει το SportWashing;

Πολλοί αθλητές έλαβαν τεράστια ποσά και έκαναν ό,τι τους ζητήθηκε. Άλλοι πάλι φοβούμενοι τις συνέπειες διστάζουν να μιλήσουν. Ωστόσο δεν υποτάσσονται όλοι στο χρήμα του sportwashing. Υπάρχουν αθλητές που αντιστέκονται δημιουργώντας και ένα είδος κινήματος.

Για παράδειγμα ο πιλότος της Formula 1, Λουις Χάμιλτον, πριν από το Grand Prix της Σαουδικής Αραβίας, εμφανίστηκε να κρατάει κλειστό το στόμα του και δήλωσε πως νιώθει ιδιαίτερα άβολα όταν αγωνίζεται στη συγκεκριμένη χώρα και η διοργανώτρια αρχή «θα πρέπει να ευαισθητοποιηθεί σχετικά με πράγματα για τα οποία αγωνίζεται ο κόσμος». Γερμανία, Ολλανδία και Νορβηγία προχώρησαν σε διαμαρτυρίες στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Κατάρ για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα του Κόλπου. Επίσης η κατακραυγή παικτών για τη χορηγία της Σαουδικής Αραβίας στο επερχόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο Γυναικών οδήγησε την FIFA να αλλάξει τελικά την πορεία της.

Είναι αλήθεια πως η ανατροπή του sportwashing μόνο εύκολη υπόθεση δεν είναι, πόσο μάλλον όταν αυτό συνοδεύεται από αθλητικές επιτυχίες και από πακτωλό χρημάτων. Και όταν επιπλέον οι επικεφαλής των θεσμικών οργάνων, όχι μόνο δεν φαίνεται να καίγονται για κάτι τέτοιο, αλλά προωθούν και υπερασπίζονται ένθερμα αποφάσεις όπως η διεξαγωγή του Παγκόσμιου Κυπέλλου στο Κατάρ.

Χρειάστηκε τελικά η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία για να επανεξετάσει ο αθλητικός κόσμος τη σχέση του με το ρωσικό καθεστώς και τους ρώσους ολιγάρχες. Η πραγματικότητα ωστόσο είναι πως η ευαισθησία είναι ως επί το πλείστων «αλά καρτ». Για παράδειγμα ουδέποτε υπήρξαν επιπτώσεις για τους πολέμους των ΗΠΑ ή για την εμπλοκή της Σαουδικής Αραβίας στον πόλεμο της Υεμένης. Αναμφίβολα η αντιμετώπιση του Sportwashing δεν ισχύει για όλους και οι βασικοί συντελεστές συνεχίζουν να ελέγχουν εξουσία στα χέρια τους.

Σημαντικό ρόλο στη μάχη κατά του sportwashing έχουν επίσης και οι οπαδοί. Μπορεί το μέγεθος της αθλητικής βιομηχανίας να κάνει πολλούς να αισθάνονται ανίκανοι να ελέγξουν καταστάσεις, ωστόσο, όπως υπογραμμίζουν μελετητές, ο ακτιβισμός των οπαδών είναι καθοριστικός στην αντιμετώπιση του φαινομένου. Εξάλλου η ισχύς του sportswashing έγκειται στην ικανότητά του να χρησιμοποιεί τα έντονα συναισθήματα που σχετίζονται με τον αθλητισμό για να αποσπά την προσοχή. Όταν οι φίλαθλοι καταφέρνουν να διαχωρίζουν τις δύο καταστάσεις, ιδιαίτερα μέσα σε ένα δυναμικό χώρο όπως είναι το γήπεδο, η δυνατότητα του sportwashing περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό.

Ταυτόχρονα, και οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν με μια σειρά κανόνων να περιορίσουν το φαινόμενο. Για παράδειγμα, στη Γερμανία ισχύει ο κανόνας ιδιοκτησίας «50+1» που δημιουργεί μια σειρά εμποδίων στην επέλαση ξένων επενδυτών. Ωστόσο θα πρέπει να προσεχθεί πως η «δουλειά» μπορεί να γίνει και μέσω χορηγιών, όπως για παράδειγμα η συμφωνία της Μπάγερν Μονάχου με την Qatar Airways, που έχει επικριθεί έντονα από τους οπαδούς.