«Μια φορά συνάντησα τον Φραντς Μπεκενμπάουερ, όταν τον είδα να μπαίνει σε ένα εστιατόριο. Το έκανε με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο έπαιζε: με κλάση και αίσθημα ανωτερότητας». Τάδε έφη Μπράιαν Κλαφ για τον Κάιζερ, που σήμερα σβήνει 73 κεράκια σε μια τούρτα γεμάτη θριάμβους, νίκες, αναγνώριση και πρωτιές. Πέραν του ότι ο εκλιπών δεν… χάριζε τις καλές κουβέντες, η ατάκα έχει αξία για άλλον έναν λόγο. Από την πρώτη του μέρα στην ομάδα Νέων της Μπάγερν μέχρι και σήμερα, που προβάλλεται ως «σοφός» του γερμανικού ποδοσφαίρου, εκπέμπει τον «αέρα» των πολύ σπουδαίων, αυτών που μεγαλούργησαν διότι δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά. Αυτό επειδή είχε την ποιότητα, αλλά και τον χαρακτήρα του νικητή, κάνοντας αυτό που θεωρεί σωστό. Τούτο φάνηκε ήδη από τα 14, όταν κλήθηκε να επιλέξει ανάμεσα στις ακαδημίες της Μπάγερν και της Μόναχο 1860. Ο ίδιος λάτρευε τη δεύτερη, ενώ ο παγκόσμιος πρωταθλητής με τα «πάντσερ» το 1954 Φριτς Βάλτερ ήταν το είδωλό του και φορούσε τα χρώματά της. Τελικά όμως, δεν έκανε την αναμενόμενη επιλογή, λόγω ενός… τσακωμού. Ο Μπεκενμπάουερ ανήκε στην ομάδα της Μόναχο ’06. Σε ένα παιχνίδι με τη Μόναχο 1860 αρπάχτηκε με έναν αντίπαλό του, που γρήγορα εξελίχθηκε σε σύρραξη μεταξύ των δυο ομάδων. Έπειτα απ’ αυτό το σκηνικό, ο ίδιος απέρριψε την ομάδα που αγαπούσε, με τον πληγωμένο του εγωισμό να μην του επιτρέπει να γίνει συμπαίκτης με όσους πριν λίγο… έπαιζε ξύλο. Στα 18 του χρόνια, πριν γίνει Κάιζερ, αλλά και γνωστός γενικά, προκάλεσε ξανά το κοινό αίσθημα, όταν μαθεύτηκε πως η κοπέλα του είχε μείνει έγγυος, όμως εκείνος δεν είχε σκοπό να την αποκαταστήσει. Του κόστισε την κλήση στην Εθνική Νέων της Δυτικής Γερμανίας και ο αποκλεισμός του ανακλήθηκε μόνο μετά από επέμβαση του ομοσπονδιακού προπονητή, Ντίτμαρ Κράμερ, που επενέβη σωτήρια για να σώσει μια καριέρα κι έναν νέο που μάλλον δεν… χαμπάριαζε από κανόνες και κώδικες. Είτε έτσι είτε αλλιώς πάντως, οι Βαυαροί είχαν στις τάξεις τους ένα «αστέρι» που θα έλαμπε στο μέλλον. Ακόμη κι αν το ντεμπούτο του στη β΄ομάδα (1964) το έκανε ως αριστερό εξτρέμ και δίχως να έχει καταλήξει ακόμα στην άμυνα. Σύντομα βρέθηκε στην πρώτη ομάδα κι από κει στην κορυφή της Γερμανίας, καπαρώνοντας τη θέση στα μετόπισθεν και πανηγυρίζοντας τίτλους, ως αρχηγός μάλιστα, αλλά και καινοτόμος στη θέση του. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τον άνθρωπο που ξεκίνησε δοκιμαστικά αυτό που αργότερα έγινε σύνηθες. Παίζοντας ως λίμπερο, καθιέρωσε τη θέση ανάμεσα στα δυο στόπερ και όρισε τον ρόλο του αμυντικού με τα καθήκοντα αυτά. Τη σεζόν 1967/68 έγινε αρχηγός, όντας μόλις 22 ετών. Τα προσόντα του όμως ήταν τέτοια για να του δώσουν το περιβραχιόνιο και να τον φέρουν μάλιστα σε θέση να σηκώσει κούπες, όπως εκείνη του πρωταθλητή εκείνης της χρονιάς. Εξαρχής κατέκτησε την καρδιά όλων στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου, όπως και των media. Ο Μπεκενμπάουερ ήταν πια ο «Κάιζερ» και τη δεκαετία του ’70 ο «κόσμος» ανήκε στη Μπάγερν. Τρία πρωταθλήματα (1972-74) και τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών (1974-76) την κατέστησαν «μύθο» εντός κι εκτός συνόρων, την ώρα που παράλληλα ως παίκτης της Δυτικής Γερμανίας το 1974, σήκωνε στον ουρανό του Μονάχου το Παγκόσμιο Κύπελλο, δυο χρόνια μετά την αντίστοιχη κατάκτηση του EURO και 8 μετά την αποτυχία στο Γουέμπλεϊ κόντρα στην Αγγλία. Ο Μπεκενμπάουερ ήταν πλέον νικητής στην κόντρα με το «Total Voetball» των Ολλανδών και έκλεινε τα 32 του χρόνια έχοντας σηκώσει το «βάρος» του σε χρυσάφι, σε διασυλλογικό κι εθνικό επίπεδο. Το 1977 ήρθε η πρόταση της New York Cosmos και ο ξενιτεμός, σε μια εποχή που οι ΗΠΑ ήταν ακόμα πιο καθυστερημένη ποδοσφαιρική κοινωνία κι από τη σημερινή. Το 1980 επέστρεψε στη Γερμανία για να κατακτήσει τη Μπουντεσλίγκα με το Αμβούργο, πριν αποσυρθεί από την ενεργό δράση το 1983, μετά από 587 συμμετοχές, 81 γκολ κι ένα μυθικό παλμαρέ, αντίστοιχο του ονόματός του ως ένας εκ των κορυφαίων στην ιστορία του αθλήματος. Σχεδόν αμέσως μετά την απόσυρσή του από τα γήπεδα, ο Κάιζερ προσελήφθη ως προπονητής της Εθνικής ομάδας. Κι εκεί μίλησαν τα έργα του, με δυο τελικούς σε Μουντιάλ με την Αργεντινή Το 1986, όταν έχασε από τον Μαραντόνα και την «αλμπισελέστε» και το 1990, όταν τη νίκησε στη «ρεβάνς» και σήκωσε την κούπα και ως προπονητής. Ήταν ο δεύτερος μετά τον Βραζιλιάνο Μάριο Ζαγκάλο που το έκανε και με τις δυο ιδιότητες και πλέον έμπαινε στη «Χρυσή Βίβλο» της διοργάνωσης. Επόμενη πρόκληση ήταν η αγαπημένη του πια Μπάγερν, στην οποία εργάστηκε υπό διάφορες ιδιότητες μέχρι και πριν λίγα χρόνια. Ως προπονητής κατέκτησε το πρωτάθλημα (1993/94) και το Κύπελλο UEFA (1995/96), πριν αφήσει τη θέση γι’ αυτή του προέδρου, όπου παρέμεινε ως το 2009, όταν άφησε τη σκυτάλη στον Ούλι Χένες. Ως διεθνής, διέπρεψε. Ως αρχηγός της Μπάγερν, κυριάρχησε. Προπονητικά τα κατάφερε εξίσου καλά. Όταν λοιπόν η Γερμανία ανέλαβε τη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που μπορούσαν να αναλάβουν να φέρουν το έργο εις πέρας. Συνολικά, ο Μπεκενμπάουερ έδειξε τη διορατικότητα, τόσο κατά τη διάρκεια της καριέρας του, όσο κυρίως μετά απ’ αυτή, να κάνει τις σωστές επιλογές, να εκμεταλλευτεί την ευφυία και το ταλέντο του και να μείνει στον «αφρό» υπό οποιαδήποτε ιδιότητα. Επικοινωνιακά ανέκαθεν έπαιζε σε πολύ υψηλό επίπεδο, κατακτώντας αυτό που άξιζε δικαιωματικά, την ανάδειξή του σε τοτέμ του γερμανικού ποδοσφαίρου, αυτού μέσα στο οποίο διέπρεψε. «Είναι ένας εθνικός ήρωας», είπε γι’ αυτόν ο Γκίντερ Νέτσερ, συμπαίκτης του στη «νασιονάλμανσάφτ», χαρακτηρισμός που περιγράφει το προφίλ του με ακρίβεια. Αν δηλαδή κάποιος δεχθεί πως το ποδόσφαιρο ενώνει έναν λαό, κάποιος τόσο πετυχημένος θα το συμβόλιζε και θα τύγχανε καθολικής αποδοχής. Ένας τύπος που τον είπαν «Κάιζερ». Πηγή: gazzetta.gr