Στο θυμικό του λαού μας έχει επικρατήσει, από τις πρόσφατες οικονομικές περιπέτειες της κρίσης και το καθεστώς της επιτροπείας, ότι κουμάντο κάνουν οι Γερμανοί.

Μόνο που δεν είναι η πρώτη φορά που ο ελληνικός λαός γνωρίζει τη γερμανική κηδεμονία. Οι Γερμανοί της πρόσφατης Τρόικας, ή των Θεσμών αν θέλετε, δεν ήρθαν, ξαναήρθαν λοιπόν, μιας και κάτι αντίστοιχο ζούσε το εγχώριο πολιτικό σύστημα με τον Όθωνα και τον θεσμό της Αντιβασιλείας.

Μπορεί οι Έλληνες να υποδέχτηκαν με χαρά την είδηση για τον ερχομό του νεαρού βαυαρού πρίγκιπα στη χώρα μας και να συνωστίστηκαν κατά χιλιάδες στον κόλπο του Ναυπλίου εκείνη τη 18η Ιανουαρίου 1833 για να τον υποδεχτούν ως υπήκοοι του βασιλείου του, τα πράγματα δεν θα εξελίσσονταν όμως σύμφωνα με τις προσδοκίες του κοσμάκη.

Ο ανήλικος Όθωνας έφερε βλέπετε μαζί του πάνω στη βρετανική φρεγάτα «Μαδαγασκάρη» και τριμελή Αντιβασιλεία, ώστε να ασκήσει τη διακυβέρνηση μέχρι τη βασιλική ενηλικίωσή του 1835. Διαλεγμένοι προσεκτικά από τον πατέρα του, τον φιλέλληνα Λουδοβίκο Α’ της Βαυαρίας, την Αντιβασιλεία απάρτιζαν τρεις καταξιωμένοι στη χώρα τους άντρες.

Άρμανσμπεργκ, Μάουρερ και Χάιντεκ θα άφηναν το δικό τους στίγμα τα πολιτικά και κοινωνικά πράγματα του τόπου μας. Η άγνοιά τους για την κατάσταση που επικρατούσε στην ταλαίπωρη Ελλάδα και η απροθυμία τους να ικανοποιήσουν το λαϊκό αίσθημα θα έμεναν παροιμιώδεις.

Η Αντιβασιλεία δεν αγαπήθηκε καθόλου από τους Έλληνες και όλοι είχαν έναν κακό λόγο να πουν. Και η αλήθεια είναι πως οι Βαυαροί ήρθαν ως αφέντες, ως ανώτεροι να κυβερνήσουν τους κατώτερους ιθαγενείς, έναν λαό εξαχρειωμένο που αναζητούσε τα πατήματά του.

Ποιοι ήταν όμως;

Ο πολυέξοδος κόμης Ιωσήφ Λουδοβίκος Άρμανσμπεργκ (αναφέρεται και ως Άρμανσπεργκ) ορίστηκε πρόεδρος του Συμβουλίου της Αντιβασιλείας. Είχε χρηματίσει εξάλλου υπουργός στη χώρα του και γνώριζε υποτίθεται από καλή διακυβέρνηση. Μόνο που το Βασίλειον της Ελλάδος το κυβέρνησε αυταρχικά και απολυταρχικά, δημιουργώντας από την πρώτη στιγμή πολεμικές αντιδράσεις. Ακόμα και κατά των οπλαρχηγών στράφηκε, φυλακίζοντας τελικά τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη για εσχάτη προδοσία!

Μετά την ενηλικίωση του Όθωνα, ο αυλικός του σύμβουλος ανέλαβε Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου και ήταν ο πρώτος… καγκελάριος της Ελλάδας. Η κυβέρνησή του σχηματίστηκε στις 20 Μαΐου 1835 και έζησε για δύο σχεδόν χρόνια (2 Φεβρουαρίου 1837). Ο μεγαλομανής και αριστοκρατικός Άρμανσμπεργκ κατάφερε να κάνει εχθρούς ακόμα και τους βαυαρούς συναδέλφους του, ειδικά όταν ο Όθωνας πήγε στη Βαυαρία για να παντρευτεί και άφησε τον Αρχιγραμματέα της Επικρατείας να αλωνίζει ανενόχλητος.

Όταν επέστρεψε ο νεαρός βασιλιάς στη χώρα μας, αναγκάστηκε να τον παύσει αμέσως από τα καθήκοντά του, μπας και κατευνάσει πολιτικούς και λαό που ήταν σε έξαλλη κατάσταση. Ο κόμης επέστρεψε στην πατρίδα του, έχοντας απωλέσει όμως πια τη εύνοια του Λουδοβίκου.

Ο υποστράτηγος Κάρολος Γουλιέλμος φον Χάιντεκ (αναφέρεται και Χέιντεκ ή ακόμα και Έυδεκ) ήταν ο μόνος που είχε κάποια επαφή με την Ελλάδα πριν από τον υψηλόβαθμο διορισμό του. Τον είχε στείλει ο φιλέλληνας Λουδοβίκος να πολεμήσει το 1826 στο πλευρό του Καραϊσκάκη και τον είχε επιλέξει ακόμα και ο Καποδίστριας για φρούραρχο Ναυπλίου.

Ο δεύτερος αντιβασιλέας ήταν επιφορτισμένος με τα στρατιωτικά και ναυτικά ζητήματα, μόνο που στελέχωσε τελικά τον ελληνικό στρατό με 3.500 βαυαρούς μισθοφόρους και όχι με βετεράνους έλληνες αγωνιστές. Όλα τα ανώτερα στρατιωτικά αξιώματα τα έδωσε στους δικούς του, αποστερώντας από όσους είχαν πολεμήσει για τη λευτεριά της Ελλάδας τη δυνατότητα να υπηρετήσουν στον τακτικό στρατό της πατρίδας τους.

Στη δίκη-παρωδία των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα ζητούσε μάλιστα απερίφραστα το κεφάλι τους. Ο Όθωνας τον έδιωξε από την κυβέρνησή του όταν ανέλαβε καθήκοντα το 1837. Εκείνος επέστρεψε στο Μόναχο, προάχθηκε σε αντιστράτηγο και τιμήθηκε για την καλή του δουλειά στο ελληνικό ζήτημα με τον τίτλο του βαρόνου.

Τρίτος αντιβασιλέας χρημάτισε ο καθηγητής νομικής Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουρερ, ένας επιφανής βαυαρός νομομαθής που έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά της ανασυγκρότησης της Παιδείας, της Εκκλησίας και της Δικαιοσύνης. Δύο χρόνια μετά, τα αποσαρθρωμένα ελληνικά δικαστήρια ήταν επαρκώς στελεχωμένα και με πρότυπους νόμους στα χέρια τους, έτοιμα να δουλέψουν ρολόι.

Και επειδή ήταν ο μόνος που δούλεψε και δούλεψε ιδιαιτέρως καλά αφήνοντας τιτάνιο νομοθετικό έργο (όπως τον πρώτο ελληνικό Ποινικό Κώδικα, τους Κώδικες Ποινικής και Πολιτικής Δικονομίας, τον Κώδικα περί Οργανισμού των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων κ.ά.), οι άλλοι αντιβασιλείς τον εχθρεύονταν.

Και έβαλαν τον βασιλιά της Βαυαρίας να τον ανακαλέσει άρον-άρον το 1834 κατασυκοφαντώντας τον. Όταν επέστρεψε πάντως ως ιδιώτης την Ελλάδα το 1858, οι έλληνες δικαστές εξέφρασαν με κάθε τρόπο την ευγνωμοσύνη τους στο πρόσωπό του.

Επιστρέφοντας ο Όθωνας από τη Βαυαρία μετά τον γάμο του, έφερε μαζί του και τον πρώτο βαυαρό πρωθυπουργό της Ελλάδας, τον άνθρωπο που θα αντικαθιστούσε τον ανεκδιήγητο Άρμανσμπεργκ. Ο λόγος για τον Ιγνάτιο φον Ρούντχαρτ (Ιππότη δε Ρουδάρτ τον αναφέρουν τα επίσημα κιτάπια του νεοελληνικού κράτους), άλλον έναν Πρόεδρο Υπουργικού Συμβουλίου και Αρχιγραμματέα της Επικράτειας που κυβέρνησε για λίγους μήνες (Φεβρουάριος-Δεκέμβριος 1837) πριν από τον Όθωνα.

Ο διδάκτωρ νομικής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου ήταν πραγματικά φιλελεύθερος και δεν άντεχε τον συγκεντρωτισμό της απόλυτης μοναρχίας του Όθωνα. Παραιτήθηκε όταν είδε πως το όραμά του για την Ελλάδα δεν θα περνούσε και πέθανε κατά το ταξίδι της επιστροφής στην πατρίδα του…