Ο Νίκος Ορφανός, ο ηθοποιός που υποδύεται το γιατρό των χανσενικών στη σειρά του Mega «Το Νησί» μιλάει αποκλειστικά στο newsbeast.gr για την τηλεοπτική δουλειά που καθηλώνει το κοινό, την σύγχρονη κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα και το πολιτικό γίγνεσθαι του τόπου που προσπαθεί να κρατηθεί -οικονομικώς τουλάχιστον- στη ζωή… όπως οι άνθρωποι που νοσούν στο “Νησί” και διψούν για ζωή. Αλληγορικό; Ενδεχομένως…

-Μιλήστε μου για το «Νησί». Τι έχετε αποκομίσει μέχρι στιγμής από τη σειρά; Περιμένατε τέτοια ανταπόκριση από το κοινό;

«Το “Νησί” ήταν μία μοναδική εμπειρία. Μπορούμε πια να μιλάμε στον αόριστο αφού φτάνουμε στο τελείωμά του τον επόμενο μήνα. Ήταν μια μοναδική εμπειρία για την καριέρα όλων μας γιατί ποτέ στην τηλεόραση δεν συνέβη αυτό που συνέβη με αυτή τη δουλειά. Δηλαδή, να δουλέψουμε για δεκατρείς ολόκληρους μήνες σε ένα άλλο μέρος, σε ένα τόσο συγκλονιστικά όμορφο μέρος, σαν μία ομάδα και με τόσο καλλιτεχνικά κριτήρια και προδιαγραφές. Είναι η πρώτη φορά στην ελληνική τηλεόραση που συνέβη κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω εάν θα ξανασυμβεί γιατί έχει πάρα πολλές ιδιαιτερότητες αυτό το project. Ήταν και το βιβλίο που διαδραματιζόταν εξ ολοκλήρου εκεί και το γεγονός ότι γυρίστηκε όλο στην Κρήτη, επέτρεψε στο σκηνοθέτη, το Θοδωρή Παπαδουλάκη, να εγκλωβίσει μέσα στη σειρά όλη τη δυναμική και την ενέργεια που ο ίδιος ο τόπος έχει, μεταδίδει και αναβλύζει.

Σαν καλλιτέχνης σαφώς πήρα πάρα πολλά. Σκληραγωγήθηκα σε κινηματογραφικού επιπέδου γυρίσματα. Δηλαδή σε γυρίσματα μεσοπέλαγα, πάνω σε βάρκες με πλήθη. Ήταν η πρώτη φορά που έπαιξα σε σειρά εποχής. Ήταν η πρώτη φορά που υποδύθηκα έναν χαρακτήρα μιας άλλης εποχής στην τηλεόραση. Στο θέατρο, το έχω κάνει επανειλημμένα. Αλλά το να προσπαθήσεις να βγάλεις βάθος και ουσία, όπως απαιτεί ένας ρόλος εποχής, δεν είναι και εύκολο. Γιατί όταν υποδύεσαι ένα ρόλο εποχής, καλείσαι να υποδυθείς ένα χαρακτήρα μιας κοινωνίας που έβλεπε τα πράγματα αλλιώς και τη ζωή αλλιώς. Και την πραγματικότητα αλλιώς και την κοινωνία αλλιώς. Δεν είσαι απλώς ένας τύπος που λέει λόγια με κάποια άνεση. Πρέπει να έχεις άλλη ποιότητα. Μια ποιότητα ενός άλλου κόσμου στην υποκριτική σου. Κι αυτό ήταν κάτι που προσπάθησα. Πιστεύω ότι σε ορισμένα σημεία το έβγαλα. Αυτό ήταν το μεγάλο μου κέρδος. Αυτή ήταν η μεγάλη μου εκπαίδευση ως ηθοποιός. Και ως άνθρωπος, αν και δυσκολεύομαι να μιλήσω σε προσωπικό επίπεδο, αισθάνομαι ότι έχω ένα μεγάλο πρόβλημα προσαρμογής στην Αθήνα όταν γυρίζω. Περιμένω πως και πώς να ξαναφύγω. Ακόμα και σε κενά διαστήματα, όταν δεν έχω εδώ υποχρεώσεις, προτιμώ να μένω στην Κρήτη.

Γενικά συναντήσαμε μία ποιότητα ζωής και είδαμε εξαιρετικά ευγενείς ανθρώπους, το οποίο είναι σπάνιο φαινόμενο στην εποχή μας. Στην αρχή βέβαια κάποιοι ήταν λίγο επιφυλακτικοί αλλά όταν είδαν τη δυναμική του πράγματος και τη σοβαρότητά μας, μας αγκάλιασαν πολύ περισσότερο και μας βοήθησαν σε βαθμό που χωρίς τη βοήθειά τους δεν θα μπορούσαμε να βγάλουμε αυτή τη μοναδική αύρα που έχει αυτή η σειρά. Είτε σου αρέσει είτε δεν σου αρέσει, και το δεύτερο είναι θεμιτό υπό μία έννοια, δεν μπορείς να αρνηθείς ότι έχει μία μοναδική αύρα που οφείλεται στη μοναδικότητα του τόπου και των ανθρώπων».

-Θα μπορούσε δηλαδή να λεχθεί ότι αυτή η σειρά σας χάρισε τόση δημοσιότητα και αγάπη από το κοινό όση δεν εισπράξατε για τις προηγούμενες δουλειές σας;

«Αυτό είναι πολύ νωρίς για να το πω. Σίγουρα εισπράττω μία άμεση θα έλεγα δημοτικότητα δεδομένου ότι η σειρά έκανε μπαμ αμέσως. Δεν ήταν μια σειρά που ο κόσμος χρειάστηκε χρόνο για να την ανακαλύψει. Την ανακάλυψε αμέσως. Οπότε η αναγνωρισιμότητα ήρθε αμέσως και γρήγορα. Εισπράττω μία μεγάλη συμπάθεια που δεν την είχα εισπράξει στο παρελθόν αλλά περιμένω λίγο να καταλαγιάσει αυτό το πράγμα γιατί είμαστε λίγο εν εξελίξει πραγμάτων, οπότε είναι λίγο πρόωρο να μιλήσουμε για κάτι τέτοιο.

Τώρα, αν θα βοηθήσει στην καριέρα μου, ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται με την ελληνική πραγματικότητα. Στην ελληνική πραγματικότητα κάνεις κάτι πάρα πολύ σημαντικό και την επόμενη σεζόν είσαι άνεργος. Σου λένε όλοι “μπράβο είσαι συγκλονιστικός. Είσαι καταπληκτικός” και σηκώνονται και φεύγουν και μετά εσύ πας στον ΟΑΕΔ. Δεν υπάρχει κανενός είδους αξιοκρατία σε κανένα επίπεδο της ελληνικής κοινωνίας. Ίσως μόνο στη χειρουργική επειδή εκεί παίζονται ανθρώπινες ζωές».

-Για τους χανσενικούς πλέον ξέρετε πολλά. Μοιραστείτε μας τις σκέψεις σας και πείτε μας ποιους θεωρείτε ως “σύγχρονους χανσενικούς”. Τους αλλοδαπούς, τους άστεγους, τους ανθρώπους με AIDS;

«Δεν υπάρχει, νομίζω, κάτι αντίστοιχο αυτή τη στιγμή διότι η σύγχρονη κοινωνία εξελίσσεται με πολύ γρήγορο ρυθμό. Οπότε αυτό που σήμερα είναι ανίατο, αύριο είναι ιάσιμο. Δηλαδή, αρκεί να σκεφτούμε ότι μας χρειάστηκε μία δεκαετία για να ελέγξουμε το AIDS, που ήταν μια φοβερή μάστιγα. Όταν βγήκε τη δεκαετία του ΄80, ήταν μια συγκλονιστική ανίατη αρρώστια και μέσα σε μια δεκαετία έγινε ελέγξιμη. Εμφανίζονται τώρα επιδημίες, οι οποίες την επόμενη χρονιά εξαφανίζονται όπως για παράδειγμα η γρίπη των χοίρων ή των πτηνών.

Νομίζω ότι το μήνυμα της σειράς είναι -αν και θα σας φανεί παράδοξο αυτό που θα πω- το μήνυμα του πανκ. Το πανκ ροκ έχει ένα βασικό μήνυμα. Και το μήνυμά του είναι ότι πρέπει να παλεύεις συνεχώς, ακόμη κι όταν όλα είναι εναντίον σου. Μέχρι το τέλος και το τέλος είναι μόνο ο θάνατος. Τίποτα άλλο. Και το μεγαλύτερο μήνυμα των χανσενικών και του τρόπου με τον οποίο ζούσαν, ήταν ότι “δεν σταματάμε να παλεύουμε και κάθε στιγμή, όταν όλα δείχνουν να φτάνουν στο μηδέν, να ξεκινάμε από την αρχή και να δημιουργούμε ξανά μια καινούργια ζωή από την αρχή”. Σε μία κοινωνία, όπου όλοι έχουμε γίνει υπερβολικά καλοπερασάκηδες, που όλοι πνιγόμαστε σε μία κουταλιά νερό και δεν μπορούμε να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, γιατί είμαστε απίστευτα ανεύθυνοι σε όλα τα επίπεδα, το «Νησί» επαναπροσδιορίζει κάποιες αξίες και μας θυμίζει πώς ήμασταν κάποτε. Αυτό είναι το μεγάλο μήνυμα της σειράς. Παραλληλισμό δεν μπορώ να κάνω. Στην κοινωνία μας είναι όλα περαστικά. Οι χθεσινοί Αλβανοί μετανάστες είναι σήμερα νοικοκυραίοι. Πιθανόν σε δέκα χρόνια οι Πακιστανοί να είναι νοικοκυραίοι. Οι Κινέζοι να είναι κανονικοί μαγαζάτορες. Ή να έχουμε μέσα στο σόι μας γαμπρούς και νύφες Κινέζους ή Πακιστανούς. Δε νομίζω ότι υπάρχει αυτή τη στιγμή κάτι σε τέτοιο επίπεδο. Κάτι τόσο εγκλωβισμένο αλλά που να του επιτρέπεται να ανασαίνει σ’ ένα μικρόκοσμο. Ήταν τόσο ιδιαίτερο αυτό το πράγμα. Αλλά ταυτόχρονα ξέρεις ότι κάθε σου προσπάθεια θα γίνει στάχτη».

-Έχετε γνωρίσει ανθρώπους που είχαν τη νόσο;

«Ναι. Γνωρίσαμε και το Μανώλη Φουντουλάκη που ήταν πρώην χανσενικός. Υπάρχουν πρώην χανσενικοί. Δεν υπάρχουν νυν».

-Σας βοήθησε αυτή η γνωριμία να υποδυθείτε καλύτερα το γιατρό;

«Όχι απαραίτητα. Όχι καμία μαρτυρία δε με βοήθησε. Όλα τα ιστορικά στοιχεία στο μόνο που σε βοηθούν είναι να σχηματίσεις μία καλύτερη εικόνα. Από κει και πέρα είσαι καλλιτέχνης, δεν είσαι ντοκιμαντερίστας. Τον ρόλο τον πας εκεί που θες εσύ. Είναι εμπνευσμένο από αληθινά περιστατικά, αλλά δεν είναι απόλυτα αληθινό. Εγώ δίνω το γιατρό που θέλω να δώσω βασιζόμενος στο σενάριο, στη σκηνοθεσία και το βιβλίο. Αλλά από κει και πέρα είναι καθαρό δικό μου δημιούργημα και θέλω να μεταδίδω αισιοδοξία και χαμόγελο και στους χανσενικούς και στους αρρώστους και στους τηλεθεατές που με βλέπουν. Ιστορικά μας βοήθησε στο χτίσιμο του σεναρίου όσον αφορά στον τρόπο που συναναστρέφονταν αυτοί με τους ασθενείς, αν τους έπιαναν ή όχι. Σε πρακτικό επίπεδο δηλαδή αλλά όχι στην πραγματικότητα. Στην πραγματικότητα ο ρόλος είναι καθαρά δημιούργημα της δικής μου φαντασίας κι όχι των γεγονότων».

– Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίσατε στα γυρίσματα;

«Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν που κάναμε τα γυρίσματα με 42 βαθμούς Κελσίου το καλοκαίρι σε κλειστά πέτρινα σπίτια. Και υποτίθεται ότι ήταν χειμερινές αυτές οι σκηνές. Και κάτω από 42 βαθμούς υπό σκιά, φορούσαμε μάλλινα κοστούμια εποχής του ΄50, παλτό, καπέλα και είχαμε τρελαθεί από τη ζέστη. Κάναμε πρόβα να φανταστείτε με τα φανελάκια και τις σαγιονάρες και μόλις έλεγαν μοτέρ, ντυνόμασταν, φορούσαμε τα παλτό και κάναμε τη σκηνή. Με το στοπ πετούσαμε αμέσως τα παλτό διότι έτρεχε ποτάμι ο ιδρώτας. Δεν “στεκόταν” το μακιγιάζ, δεν στεκόταν τίποτα. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι για μένα. Δηλαδή, ήταν η μοναδική στιγμή που έβλεπα την ώρα κι έλεγα αμήν και πότε να τελειώσει να πάω στη θάλασσα».

-Έχετε μάθει πολλά πράγματα για τους χανσενικούς μέσω του ρόλου σας. Πιστεύετε ότι θα μπορούσατε να είστε στην πραγματικότητα ο γιατρός τους;

«Αν είχα γεννηθεί σε κάποια άλλη εποχή. Έχω ένα στοιχείο. Είμαι και λίγο savior. Ανήκω στους ανθρώπους που όταν βλέπουν κάποιον σε ανάγκη, τον βοηθούν, χωρίς να σκεφτούν τίποτα. Χωρίς να σκεφτούν αν θα κολλήσουν ή αν θα μπλέξουν. Αν αξίζει να τον βοηθήσουν ή αν έχει σωτηρία. Ο Λαπάκης (ο γιατρός) είναι ένας τέτοιος άνθρωπος. Είναι άνθρωπος που η αισιοδοξία του βγαίνει από τον έμφυτο αυθορμητισμό του. Δεν το σκέφτεται. Λέει “αυτοί οι άνθρωποι θα πεθάνουν και τι σημαίνει αυτό; Ότι δεν πρέπει να τους βοηθάμε; Δεν πρέπει να είμαστε εκεί; Να τους περιθάλπουμε;” Ο γιατρός ουσιαστικά περίθαλψη κάνει. Γιατί η λέπρα είναι μία ασθένεια με παρενέργειες. Προκαλεί τύφλωση, τους χτυπάει στα δόντια, τους ανεβάζει την πίεση, τους χτυπάει στην καρδιά, τους προκαλεί ατροφία στα χέρια. Οπότε ο γιατρός κάνει αυτό που θεωρεί σωστό. Δεν σκέφτεται τις συνέπειες».

 

-Πιστεύετε ότι υπάρχει ρατσισμός στις μέρες μας και αν πού;

«Στην ελληνική κοινωνία πάρα πολύ. Η ελληνική κοινωνία είναι μία βαθύτατα ρατσιστική κοινωνία. Και πρώτα πρώτα το γεγονός ότι μία σημαντική μερίδα Ελλήνων θεωρούν ότι είμαστε μία ξεχωριστή φυλή και έθνος. Δεν είμαστε. Θεωρούν ότι έχουμε ένα είδος ανωτερότητας. Σαφώς είμαστε ρατσιστές γιατί όχι μόνο θεωρούμε ότι είμαστε ανώτεροι αλλά θεωρούμε ότι πρέπει να έχουμε ένα έθνος ελληνορθόδοξων. Πάρα πολλοί πιστεύουν ότι η Ελλάδα πρέπει να είναι μία χριστιανική χώρα. Χρησιμοποιήσαμε τους Αλβανούς. Έχτισαν τα σπίτια μας και μετά θέλαμε να τους διώξουμε. Η ελληνική κοινωνία είναι μία βαθύτατα εσωστρεφής κοινωνία, προσανατολισμένη στον εαυτό της, στο παρελθόν και προσκολλημένη με τέτοιο τρόπο στην ιστορία με αποτέλεσμα να βαδίζει προς τα πίσω. Και γι’ αυτό δεν μπορεί να κοιτάξει μπροστά και να αναπτυχθεί όπως πρέπει. Αυτή τη στιγμή αν έχουμε χρεοκοπήσει, δεν έχουμε χρεοκοπήσει γιατί μας τελείωσαν τα λεφτά. Χρεοκοπήσαμε γιατί ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε τόσα χρόνια δεν προκαλεί τίποτα δημιουργικό γι’ αυτό τον τόπο. Δεν είμαστε δημιουργοί. Παρέχουμε υπηρεσίες και είμαστε υπαλληλάκια. Δεν έχουμε να επιδείξουμε τίποτα σε επίπεδο δημιουργίας άξιο για να αναμετρηθεί προς τα έξω επί ίσοις όροις με αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο. Δεν λέω ότι είμαστε οι μόνοι. Και οι Άγγλοι είναι αλλά έχουν προχωρήσει. Και στη Δανία είναι και παντού».

-Παραμένετε στην Κρήτη; Τα γυρίσματα έχουν ολοκληρωθεί;

«Όχι, τα γυρίσματα ολοκληρώνονται τον Ιανουάριο, οπότε πηγαινοερχόμαστε».

-Πόσα επεισόδια απομένουν ακόμη;

«Τα επεισόδια δεν γυρίζονται ένα ένα. Γίνονται γκρουπαριστά όπως λέμε στην τηλεοπτική γλώσσα ανά χώρους. Ξέρω ότι έχουν ολοκληρωθεί πλήρως τα πρώτα δέκα. Είναι μονταρισμένα, έτοιμα. Έχουν δηλαδή παραδοθεί στο κανάλι μαζί με την ηχητική επεξεργασία, μαζί με την επεξεργασία των ειδικών εφέ. Μοντάρονται εξ ολοκλήρου σε στούντιο που έχουν δημιουργηθεί στην Ελούντα. Άλλοι μία καινοτομία. Ουσιαστικά δηλαδή το “Νησί” δεν είναι μία σειρά. Είναι μία ολόκληρη αναπτυξιακή προσπάθεια.
Εγώ απορούσα πώς είναι δυνατόν να κάνουμε γύρισμα και να μην έχουμε ένα ολόκληρο κλιμάκιο δίπλα μας από τη νομαρχία Λασιθίου, το δήμο Αγίου Νικολάου, το υπουργείο Πολιτισμού και να βγαίνει η Αρχαιολογική Υπηρεσία της Σπιναλόγκας και να λέει ότι θέλουμε 1.000 ευρώ τη μέρα για να κάνετε γύρισμα και κόψτε το λαιμό σας. Γιατί είστε κερδοσκοπική επιχείρηση και δεν αναγνωρίζουμε τον αναπτυξιακό χαρακτήρα της προσπάθειάς σας.
Το Λασίθι θα βγάζει λεφτά από τη δική μας δουλειά για την επόμενη δεκαετία τουλάχιστον. Ήδη αυτή τη στιγμή σε σχέση με πέρυσι, οι ταβέρνες της Πλάκας έχουν 30% αυξημένη πελατεία σε σχέση με την περασμένη χρονιά. Κάθε Κυριακή γίνεται το αδιαχώρητο.
Στα τέλη Οκτωβρίου που βρισκόμασταν στην Ελούντα σε ένα σκηνικό, έρχονταν με τα πούλμαν από το Ηράκλειο να μας δουν».

-Άλλες δουλειές υπάρχουν στο προσκήνιο μετά το «Νησί»;

«Όχι. Ήταν να κάνω μία παράσταση αλλά ματαιώθηκε. Και καλύτερα. Δεν νομίζω ότι ενδείκνυται σ’ αυτή τη δύσκολη σεζόν να προστεθεί άλλη μία παράσταση. Και ούτε που θέλω. Ούτως ή άλλως το μυαλό μου είναι τόσο πολύ εκεί στο Χρήστο Λαπάκη και το Νησί που δε θέλω να ασχοληθώ με τίποτα άλλο. Θα περιμένω να τελειώσουν τα γυρίσματα. Απολαμβάνω πάρα πολύ τη δημοφιλία της σειράς και χαίρομαι με το φθόνο που προκαλούμε στους διάφορους ανόητους, οι οποίοι θέλουν να κατηγορήσουν κάτι. Που θέλουν με το ζόρι να βρουν το ψεγάδι».

-Πρόσφατα είχαμε αυτοδιοικητικές εκλογές. Θα ήθελα τη γνώμη σας. Σας πείθουν οι πολιτικοί;

«Κάποιοι πολιτικοί με πείθουν. Αν ψηφίζεις απατεώνες, θα σου μιλούν ως απατεώνες. Αν ψηφίζεις εθνικιστικά, θα σου μιλούν ως εθνικιστές. Ο δήμαρχος που ψήφισα, να ξέρετε ότι, τον ψήφισα γιατί με έπεισε.
Αν ψήφιζα Αθήνα, θα ψήφιζα τον Γιώργο Καμίνη, γιατί με έπεισε. Επίσης, αν ψήφιζα Θεσσαλονίκη θα ψήφιζα τον Γιάννη Μπουτάρη γιατί με έχει πείσει εδώ και χρόνια. Ξέρω την πορεία του. Τον παρακολουθώ. Μιλάει μια άλλη γλώσσα. Δεν φοβάται να πει τα πράγματα. Δεν πουλάει μία βιτρίνα.
Η αδιαφορία, πιστεύω, δεν είναι πολιτική άποψη. Είναι καθαρή τεμπελιά να ψάξουμε να βρούμε έναν καλό πολιτικό. Και οι αυτοδιοικητικές εκλογές ενδείκνυνται για να συμφωνήσεις με κάποιον, αφού μιλάμε για συγκεκριμένα θέματα. Για τα σκουπίδια της πόλης, την εγκληματικότητα κ.ά».

-Θα βάζατε υποψηφιότητα όπως κάνουν κάποιοι συνάδελφοί σας;

«Προς το παρόν δεν με απασχολεί, διότι είμαι πάρα πολύ απορροφημένος στην τέχνη μου. Και όπως έλεγε και ο Ζαμπέτας “γιατί ν’ αφήσει ο καλλιτέχνης το βασίλειό του που εκεί είναι αυτοκράτορας και να πάει να γίνει υπάλληλος του ενός και του άλλου στην πολιτική”. Στην τέχνη κάνω αυτό που αρέσει σε μένα, και αν αρέσει στους άλλους έχει καλώς. Άμα δεν αρέσει θα πάω σπίτι μου. Αλλά όταν είσαι πολιτικός, πρέπει να κάνεις εξυπηρετήσεις. Ο πολιτικός είναι λίγο σαν γκαρσόνι. “Τι θα πάρετε; Μία σαλάτα. Μάλιστα. Εσείς; Μία μακαρονάδα.”
Ο καλλιτέχνης κάνει αυτό που μπορεί. Αυτό που θεωρεί ως δική του αλήθεια. Κι από κει και πέρα, αν έχει απήχηση, συνεχίζει. Διαφορετικά αλλάζει δουλειά».

-Συμπληρώθηκαν δύο χρόνια από τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Οι εξεγέρσεις των νέων κατά πόσο μιλούν στην ψυχή σας;

«Είμαι κατά κάθε βίας. Δεν ξέρω τι σημαίνει εξέγερση. Μία από τις αγαπημένες μου ρήσεις είναι αυτή που λέει “θα σου αγόραζα μωρό μου μία επανάσταση, αν δεν είχαν όλες ξεπουληθεί”. Σιχαίνομαι κάθε τι που φέρει τον τίτλο επαναστατικό όταν τον τίτλο αυτόν τον αποκτάει μόνο του. Δεν υπάρχει γελοιοδέστερο θέαμα να ακούς διαφόρους να λένε ότι είναι οι ίδιοι επαναστάτες. Το έχουμε ευτελίσει κι αυτό γιατί είναι ένα πράγμα που δίνουμε οι ίδιοι στους εαυτούς μας. Όταν ξεσηκώνονται ανεξέλεγκτα τα πλήθη και υπάρχει όχλος, γίνονται εύκολα ελέγξιμα από κάποιους προβοκάτορες. Εκτιμώ πάρα πολύ τις ειρηνικές διαμαρτυρίες αλλά οτιδήποτε ξεπέφτει σε βία, για μένα, είναι κατακριτέο. Οι ακρότητες δεν οδηγούν σε τίποτα καλό. Στο όνομα των εξεγέρσεων σκοτώθηκαν άνθρωποι και δεν μιλάω μόνο για τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο. Μιλάω και για τους τρεις ανθρώπους που κάηκαν στην τράπεζα. Ο θάνατος του μαθητή ήταν πολύ κρίμα αλλά από τότε ξεκίνησε μία πορεία που ταλαιπώρησε την ελληνική κοινωνία. Δηλαδή, όταν κάποιοι βγαίνουν να διαμαρτυρηθούν στη μνήμη του παιδιού, δεν βγαίνουν γι’ αυτό. Βγαίνουν για να τα κάνουν μπάχαλο. Τότε που έσπαγαν τις βιτρίνες στην Ακαδημίας, δεν ήταν διαμαρτυρόμενοι. Δεν μπορείς να σκοτώνεις και να σπας και να είσαι ιδεολόγος. Στο επίπεδο της πράξης, δεν υπάρχει ιδεολογία. Υπάρχει πράξη. Πολιτικοί κρατούμενοι δεν υπάρχουν αυτά είναι ανοησίες. Η 17Ν είναι καθαρά δολοφόνοι του κοινού ποινικού δικαίου. Πολιτικοί κρατούμενοι ήταν άνθρωποι που αρθρογραφούσαν σε εφημερίδες και τους συνελάμβαναν. Τότε, θα λέγαμε ότι τους έπιασαν για τις ιδέες τους, αλλά τώρα αυτό δεν υπάρχει. Όπως και όλη αυτή η πιτσιρικαρία, η Σέχτα και οι Πυρήνες της Φωτιάς, ανοησίες. Νομίζω ότι η καλύτερη μορφή επανάστασης είναι η ανθρώπινη δημιουργία. Το να δημιουργείς πράγματα που επηρεάζουν το μυαλό των ανθρώπων και τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τη ζωή και αντιμετωπίζουν τα πράγματα. Επαναστάτης για μένα ήταν ο Χατζηδάκης. Νομίζω είναι η μοναδική προσωπικότητα που η απώλειά της γίνεται εντονότερη με το πέρασμα των χρόνων. Επανάσταση είναι η δημιουργία. Δεν είναι το κάψιμο, ούτε οι δολοφονίες ανθρώπων».

 

-Για τη δυσμενή οικονομική κατάσταση της χώρας και το μνημόνιο τι έχετε να πείτε;

«Εγώ είμαι υπέρ του μνημονίου. Εγώ το διάβασα και συμφωνώ. Ο Έλληνας μόνο αν του βάλεις ένα μαχαίρι στο λαιμό, ενεργεί με έναν τρόπο, ψύχραιμο, θα έλεγα. Μέχρι τότε πίνει καφέ στην παραλία και στη λιακάδα. Το μνημόνιο τι λέει; Λέει ότι δεν μπορείς να έχεις ένα Δημόσιο που ρουφάει χρήματα ανεξέλεγκτα και αν δεν ήταν το μνημόνιο δεν θα καθόταν η κυβέρνηση να μετρήσει πόσους δημοσίους υπαλλήλους έχουμε, που κανείς ποτέ δεν ήξερε. Το μνημόνιο λέει ότι πρέπει να πατάξεις τη φοροδιαφυγή διότι διαφορετικά δεν θα ορθοποδήσεις οικονομικά ως κράτος και ως σύστημα. Το μνημόνιο δεν είπε τίποτα συγκλονιστικό που δεν το ξέραμε. Και ούτε απαιτεί απολύσεις. Απαιτεί σωστή διαχείριση. Από πού κι ως που οι συμβασιούχοι να θέλουν να γίνουν μόνιμοι; Μπορείς να φανταστείς εμένα όταν κατεβαίνει μία παράσταση να επιμένω να με πληρώνει ο επιχειρηματίας παίζω δεν παίζω, αφού κατέβηκε η παράσταση; Έχουμε πάψει να είμαστε χρήσιμοι στην κοινωνία. Ποιος θεωρεί σήμερα ότι είναι χρήσιμος για να πληρώνεται; Η δουλειά για να είναι αξιοπρεπής και να αισθάνεται ο άνθρωπος ευτυχισμένος πρέπει να είναι χρήσιμος στην κοινωνία».

-Πώς μεταφράζετε την ανεργία;

«Η ανεργία είναι μία κατάσταση, η οποία φεύγει κι έρχεται. Εμείς έχουμε φτάσει γύρω στο 13% και είμαστε χαλαροί γιατί τα παιδιά μένουν με τους γονείς τους. Πληρώνει η γιαγιά χαρτζιλίκια και αντέχουν ακόμη οι νέοι γιατί έχουν τα μαξιλαράκια. Εγώ έχω μείνει πολλές φορές άνεργος. Προσπαθούσα να είμαι ευέλικτος. Δε σνόμπαρα τη δουλειά. Έχω κάνει τα πάντα από διαφημίσεις μέχρι και καλύτερες δουλειές, γιατί ήμουν πάντα ευέλικτος. Δεν είχα υπερβολικές απαιτήσεις. Δεν έχω γίνει πλούσιος αλλά ζω. Κοιμάμαι καλά τα βράδια και είμαι αξιοπρεπής. Ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων σπουδάζει σε διάφορες σχολές, οι οποίες μετά δεν έχουν κανένα αντίκρισμα. Έχω μιλήσει επανειλημμένα με φοιτητές και τους ρώτησα “καλά άμα τελειώσετε τη σχολή τι θα κάνετε;” και με κοιτούσαν με ανοιχτό το στόμα».

-Πιστεύετε ότι θα πτωχεύσουμε;

«Ναι το πιστεύω. Έχουμε ήδη πτωχεύσει απλώς προσπαθούμε να βρούμε ένα μηχανισμό για να μην παρασύρουμε και τους άλλους. Σαφώς και έχουμε πτωχεύσει, όταν δεν έχουμε να πληρώσουμε μισθούς και δανειζόμαστε. Αυτό πτώχευση δεν είναι; Γι΄ αυτό πήραμε παράταση στην αποπληρωμή.
Μόνο ο ΟΑΕΔ πληρώνει. Άμα πει και ο ΟΑΕΔ “παιδιά τελείωσα” αντίο εκεί να δείτε τι θα γίνει».

-Από τα οικονομικά στα θέματα αγάπης. Θα παντρευτείτε; Είστε σε κάποια σχέση;

«Δε θα παντρευτώ ακόμη και δε θέλω να μιλήσω για τα προσωπικά μου».

-Ωστόσο, οικογένεια θέλετε να κάνετε;

«Πάντα ήθελα. Αλλά είμαι και λίγο τελειομανής. Άμα δε βρω τη γυναίκα που θα καταφέρει να με δέσει, δεν θα το κάνω».