Σήμερα, το δώρο Χριστουγέννων δεν είναι απλώς μια οικονομική παροχή, αλλά μέρος της κοινωνικής και πολιτισμικής ταυτότητας των γιορτών στην Ελλάδα. Οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί, οι αγορές και ολόκληρη η εορταστική οικονομία διαμορφώνονται γύρω από αυτό. O 13ος μισθός, που σήμερα θεωρείται αναπόσπαστο μέρος της εργασίας, ξεκίνησε το 1925 μέσα σε κοινωνική ασφυξία και θεσμοθετήθηκε σταδιακά μέσα από αγώνες.
Στις 6 Δεκεμβρίου 1925, μέσα σε μια κοινωνία λαβωμένη από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή, οι Έλληνες συνδικαλιστές διατυπώνουν για πρώτη φορά οργανωμένα το αίτημα για τον 13ο μισθό. Το «δώρο Χριστουγέννων», που σήμερα θεωρείται αναπόσπαστο μέρος της εργασιακής ζωής, ξεκίνησε ως κραυγή διαμαρτυρίας σε μια χώρα που προσπαθούσε να σταθεί ξανά στα πόδια της.
Το ιστορικό πλαίσιο του 1925
Η Ελλάδα των αρχών της δεκαετίας του 1920 βρίσκεται σε δημοσιονομικό αδιέξοδο. Η φτώχεια, η ανεργία, η ακρίβεια και η αθρόα εγκατάσταση προσφύγων από τη Μικρά Ασία πιέζουν ασφυκτικά τα νοικοκυριά. Οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα καταφεύγουν σε διαδοχικές απεργίες, καταγγέλλοντας τις περικοπές και τις εξευτελιστικές αμοιβές που δεν επαρκούν ούτε για τις βασικές ανάγκες, πόσο μάλλον για τις γιορτές. Για χιλιάδες οικογένειες, ο τακτικός μισθός εξαντλείται πριν από το τέλος του μήνα και η περίοδος των Χριστουγέννων μετατρέπεται σε οικονομικό αδιέξοδο.

Σε αυτό το κλίμα, οι συνδικαλιστές συνειδητοποιούν ότι η οικονομική πίεση κορυφώνεται τις γιορτές και επιχειρούν να μετατρέψουν την κοινωνική ανάγκη σε οργανωμένο αίτημα για πρόσθετη αμοιβή: έναν ακόμη μισθό.
Η πρώτη διατύπωση του αιτήματος
Στις 6 Δεκεμβρίου 1925, συνδικαλιστικοί φορείς διατυπώνουν συλλογικά την αξίωση για την καταβολή ενός επιπλέον μισθού για τις γιορτές των Χριστουγέννων. Η ημερομηνία αυτή θεωρείται η αφετηρία του συντονισμένου αγώνα για τον 13ο μισθό. Ήδη ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων –όπως σιδηροδρομικοί και τροχιοδρομικοί– λαμβάνουν ανεπίσημες πρόσθετες ενισχύσεις την περίοδο των γιορτών, γεγονός που ενθαρρύνει την εξάπλωση του αιτήματος και σε άλλους κλάδους.
Η διεκδίκηση δεν περιορίζεται στην οικονομική ανακούφιση. Αφορά την αναγνώριση της προσφοράς των εργαζομένων σε ένα κράτος που επιχειρεί να ανασυγκροτηθεί.
Από τη διεκδίκηση στις μαζικές απεργίες
Το αίτημα του 1925 δεν μένει μεμονωμένο. Στις 22 Δεκεμβρίου 1927, οι δημόσιοι υπάλληλοι προχωρούν σε μεγάλη απεργία με βασικό αίτημα την καταβολή ενός ολόκληρου μισθού για τις γιορτές. Οι κινητοποιήσεις της εποχής αποκαλύπτουν ότι ο 13ος μισθός έχει πλέον μετατραπεί σε κεντρικό συνδικαλιστικό στόχο, βαθιά ριζωμένο στη συνείδηση των εργαζομένων. Οι γιορτές αρχίζουν να συνδέονται σταθερά με την πρόσθετη οικονομική ενίσχυση, ακόμη κι αν η πολιτεία δεν έχει ακόμη θεσμοθετήσει πλήρως την παροχή.
Η θεσμοθέτηση του «δώρου»
Η σταδιακή αναγνώριση του αιτήματος αρχίζει τη δεκαετία του 1940. Το κράτος ρυθμίζει με υπουργικές αποφάσεις την «έκτακτη οικονομική ενίσχυση» για τις γιορτές, αναγνωρίζοντας ότι ένα είδος 13ου μισθού έχει παγιωθεί στην αγορά εργασίας. Το 1946 προβλέπονται ειδικές ρυθμίσεις για το χριστουγεννιάτικο επίδομα, αν και η εφαρμογή του σε πολλές επιχειρήσεις παραμένει ανομοιόμορφη λόγω των συνθηκών του Εμφυλίου.
Η ουσιαστική και ξεκάθαρη θεσμική κατοχύρωση έρχεται με τον Αναγκαστικό Νόμο 1777/1951, που συμπληρώνει τον ΑΝ 866/1946 και καθιστά τον 13ο μισθό επίσημο τμήμα της μισθοδοσίας. Στα μεταγενέστερα χρόνια, μέσω νόμων και συλλογικών συμβάσεων, το δώρο Χριστουγέννων αποκτά σαφή χαρακτηριστικά και σταθερά κριτήρια υπολογισμού.
Από «δώρο» σε κατοχυρωμένο εργασιακό δικαίωμα
Από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα, το δώρο Χριστουγέννων παύει να αντιμετωπίζεται ως έκτακτη ενίσχυση και μετατρέπεται σε σταθερό πυλώνα του ετήσιου εισοδήματος των εργαζομένων. Η καθιέρωση του «14ου μισθού», με το δώρο Πάσχα και το επίδομα άδειας, ολοκληρώνει τη μορφή του ελληνικού συστήματος επιπλέον παροχών.
Με τον Ν. 1082/1980, το δώρο μετονομάζεται σε «επίδομα εορτών Χριστουγέννων» και ορίζεται λεπτομερώς ο τρόπος χορήγησης, προσθέτοντας ακόμη μία δικλίδα προστασίας για τους εργαζόμενους. Στον ιδιωτικό τομέα, η παροχή παραμένει υποχρεωτική, στηριζόμενη στη νομοθεσία και τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις.
Οι μνημονιακές ανατροπές και η αντοχή του θεσμού
Μετά το 2010, ο δημόσιος τομέας δέχεται ισχυρό πλήγμα όταν τα επιδόματα εορτών και άδειας καταργούνται με τον Ν. 4093/2012, στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής. Το Συμβούλιο της Επικρατείας επικυρώνει τη συνταγματικότητα της ρύθμισης.
Στον ιδιωτικό τομέα, όμως, ο 13ος μισθός παραμένει στη θέση του και εξακολουθεί να αποτελεί κρίσιμο εργαλείο στήριξης των νοικοκυριών, ειδικά σε περιόδους ακρίβειας.
