Η κρίση της στέγασης στην Ευρώπη έχει πάψει να αποτελεί ένα μεμονωμένο κοινωνικό ζήτημα και πλέον αναγνωρίζεται ως μέρος ενός πολύπλοκου τριγώνου που περιλαμβάνει το ενεργειακό βάρος και το κόστος μετακίνησης.

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έφερε το θέμα στο προσκήνιο, καλώντας την Κομισιόν να εκπονήσει άμεσα ένα συνολικό σχέδιο δράσης που θα αναγνωρίζει τη στέγη ως θεμελιώδες δικαίωμα, με νομική κατοχύρωση και συγκεκριμένα μέτρα εφαρμογής.

Παράλληλα, δίνει έμφαση στην ανάγκη για ενίσχυση της κοινωνικής κατοικίας,αναδεικνύοντας την αλληλεξάρτηση των τριών κρίσιμων παραγόντων: στέγαση,ενέργεια και κινητικότητα.

Η θέση αυτή υπογραμμίζει ότι οι πολιτικές δεν μπορούν να αντιμετωπίζουν κάθε πτυχή απομονωμένα. Η δυσκολία πρόσβασης σε προσιτή στέγη συχνά οδηγεί τα νοικοκυριά να μετακινούνται σε περιοχές με λιγότερες παροχές και ελλιπή δημόσια συγκοινωνία, γεγονός που αυξάνει την εξάρτησή τους από ιδιωτικά μέσα μεταφοράς και ενισχύει τις δαπάνες για καύσιμα.

Ταυτόχρονα, πολλές από τις διαθέσιμες κατοικίες είναι παλαιές και χαμηλής ενεργειακής απόδοσης, με αποτέλεσμα να εκτοξεύονται οι λογαριασμοί θέρμανσης και ηλεκτρισμού.

Η κατάσταση αυτή διαμορφώνει έναν φαύλο κύκλο: το υψηλό κόστος στέγασης ωθεί σε λιγότερο προσιτές περιοχές, οι μετακινήσεις επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό, και η ενεργειακή φτώχεια προστίθεται ως τρίτο, εξίσου βαρύ φορτίο.

Για τα χαμηλά εισοδήματα, η τριπλή αυτή πίεση ισοδυναμεί με παγίδα, όπου οι δαπάνες τροφοδοτούν η μία την άλλη, επιτείνοντας τον κοινωνικό αποκλεισμό.

Η έρευνα του 2024 για τη «διασταύρωση στέγασης, ενέργειας και κινητικότητας» τεκμηριώνει την πολυπλοκότητα του φαινομένου. Τα τρία αυτά βάρη δεν λειτουργούν ανεξάρτητα, αλλά αλληλεπιδρούν, περιορίζοντας δραστικά τη δυνατότητα των νοικοκυριών να ανταποκριθούν στις βασικές τους ανάγκες.

Σε πολλές περιπτώσεις, οι οικογένειες αναγκάζονται να περικόπτουν είδη πρώτης ανάγκης ή να τα αντικαθιστούν με φθηνότερες εναλλακτικές, κάτι που οδηγεί σε επιδείνωση της ποιότητας ζωής και σε συνεχή ψυχολογική πίεση.

Η τοποθεσία μιας κατοικίας παίζει ρόλο, αλλά με διαφορετικό τρόπο από ό,τι συνήθως θεωρείται. Η διάκριση μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών είναι λιγότερο σημαντική από την ύπαρξη αξιόπιστων μέσων μαζικής μεταφοράς.

Όταν αυτά απουσιάζουν, οι πολίτες εξαναγκάζονται στη χρήση ιδιωτικού οχήματος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε κόστος καυσίμων και συντήρησης. Αντίθετα, στις αστικές περιοχές, η ραγδαία αύξηση των ενοικίων, λόγω βραχυχρόνιων μισθώσεων και «εξευγενισμού» γειτονιών, καθιστά αδύνατη την πρόσβαση σε κατοικίες υψηλότερης ενεργειακής απόδοσης.

Το αποτέλεσμα είναι είτε υπέρογκα έξοδα για θέρμανση, είτε ακόμη και κίνδυνοι για την υγεία. Η οικονομική διάσταση γίνεται ακόμη πιο σαφής όταν εξετάσει κανείς τα δεδομένα εισοδήματος. Το μέσο νοικοκυριό δεν έχει δει τις αποδοχές του να αυξάνονται με ρυθμούς αντίστοιχους του κόστους ζωής.

Έτσι, τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα βρίσκονται αντιμέτωπα με διαρκείς επιλογές «συμβιβασμού» ανάμεσα σε στέγαση, ενέργεια, μετακίνηση, αλλά και βασικά αγαθά όπως τρόφιμα, υγειονομική περίθαλψη ή εκπαίδευση. Πρόκειται για μια συστηματική αποδυνάμωση της ποιότητας ζωής, η οποία μετατρέπεται σε υπαρξιακή απειλή για όσους πλήττονται περισσότερο.

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή τονίζει ότι το κόστος στέγασης δεν πρέπει να υπολογίζεται αποκλειστικά με βάση το ενοίκιο ή την αποπληρωμή δανείου.

Περιλαμβάνει επίσης έξοδα συντήρησης, ανακαινίσεων, λογαριασμούς κοινής ωφέλειας και ενεργειακές ανάγκες. Οι τιμές κατοικιών και ενοικίων, που ακολουθούν σταθερά ανοδική πορεία από το 2010, σε συνδυασμό με την ανεπαρκή ενεργειακή απόδοση των περισσότερων κτιρίων, δημιουργούν μια διπλή πίεση που καθιστά την καθημερινότητα δυσβάσταχτη.

Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, η Επιτροπή ζητά από την Ευρώπη να αναθεωρήσει ριζικά την πολιτική της: να εντάξει εκ νέου την κοινωνική κατοικία στο κέντρο της στρατηγικής της, να επενδύσει σε προγράμματα «Πρώτα η Στέγαση», να βελτιώσει τη συνδεσιμότητα με δημόσιες συγκοινωνίες και να ενισχύσει τις παρεμβάσεις για ενεργειακή αποδοτικότητα.

Μόνο μια συνδυασμένη και συνεκτική προσέγγιση μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την «τριπλή παγίδα κόστους» που σήμερα υπονομεύει την κοινωνική συνοχή και βαθαίνει τις ανισότητες στην Ευρώπη.