Το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα το τρίτο από μια σειρά νέων κειμένων πολιτικής, όπου παρουσιάζονται τα εμπειρικά ευρήματα της πρώτης δημοσκοπικής έρευνάς του για την ποιότητα της εργασίας στην Ελλάδα.

Σκοπός της έρευνας είναι να διερευνηθούν διαστάσεις της ποιότητας της εργασίας, όπως το φυσικό περιβάλλον της, η ένταση της εργασίας, η διευθέτηση του χρόνου εργασίας, η εργασιακή επισφάλεια κ.ά., βάσει των ίδιων των ατομικών εμπειριών και των απόψεων των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα.

Αντικείμενο του παρόντος κειμένου είναι οι διαστάσεις που αφορούν:

  • το κοινωνικό περιβάλλον, όπου διερευνάται το ζήτημα της σεξουαλικής παρενόχλησης και του εκφοβισμού στην εργασία,
  • την ένταση των καθηκόντων που αναλαμβάνουν οι εργαζόμενοι και
  • την ανάπτυξη των δεξιοτήτων και τις δυνατότητες επαγγελματικής εξέλιξης των εργαζομένων, μέσω της συνεχιζόμενης μάθησης, καθώς και την αναντιστοιχία δεξιοτήτων και απαιτήσεων εργασίας.

Όπως αναφέρει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, τα ευρήματα καταδεικνύουν τις σοβαρές διαρθρωτικές ανισορροπίες της οικονομίας, την ανεπάρκεια στρατηγικών ανάπτυξης ανθρώπινου κεφαλαίου, αλλά και παραγωγικές δομές προσκολλημένες σε μοντέλα χαμηλής γνώσης και χαμηλής καινοτομίας.

«Η ελληνική επιχειρηματικότητα, ειδικά στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, χαρακτηρίζεται από βραχυπρόθεσμο προσανατολισμό. Δεν αναπτύσσονται στρατηγικές μακροπρόθεσμης ανάπτυξης, όπως η επένδυση στην εκπαίδευση και στην ανάπτυξη ανθρώπινου κεφαλαίου. Η εκπαίδευση φαίνεται να θεωρείται κόστος και όχι επένδυση» τονίζει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ και προσθέτει ότι τα ευρήματα δείχνουν ότι υπάρχει έλλειψη κουλτούρας διά βίου μάθησης.

Όπως σημειώνει, «σε κλάδους των υπηρεσιών (π.χ. τουρισμός, εστίαση, λιανεμπόριο) η έννοια της παραγωγικότητας συνδέεται κυρίως με τη φυσική παρουσία και τη βασική λειτουργικότητα και λιγότερο με τη γνώση, την καινοτομία ή την ποιοτική αναβάθμιση.

Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι ένα υψηλό ποσοστό εργαζομένων εκφράζει την άποψη ότι το επίπεδο εκπαίδευσης και κατάρτισής του είναι υψηλότερο από αυτό που απαιτεί η εργασία του αποτελεί δομικό πρόβλημα της αγοράς εργασίας.

Η διαρθρωτική/κλαδική ανεπάρκεια της ελληνικής οικονομίας αποτελεί τη βασική αιτία της χαμηλής απορροφητικότητας υψηλά καταρτισμένων εργαζομένων, οι οποίοι αισθάνονται ότι η εργασία τους δεν αντανακλά ούτε αξιοποιεί τις γνώσεις και τις δεξιότητές τους.

Η δημιουργία θέσεων εργασίας στους κλάδους του τουρισμού, της εστίασης, του λιανεμπορίου και των υπηρεσιών χαμηλής εξειδίκευσης, περιορίζει τις ευκαιρίες αξιοποίησης υψηλών δεξιοτήτων.

Η απουσία ισχυρού μεταποιητικού τομέα και τεχνολογικά σύνθετων παραγωγικών δραστηριοτήτων επιδεινώνει το φαινόμενο».

Που δεν επενδύουν οι επιχειρηματίες

Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, «οι επιχειρηματίες δεν επενδύουν σε καινοτόμα επιχειρηματικά μοντέλα ή σε ποιοτική αναβάθμιση των προϊόντων και των υπηρεσιών τους.

Η εργασία σε τέτοια περιβάλλοντα γίνεται χαμηλής γνωστικής απαίτησης, οδηγώντας τους εργαζόμενους σε αίσθημα απαξίωσης των δεξιοτήτων τους.

Όμως, το φαινόμενο αυτό δεν έχει μόνο οικονομικές και αναπτυξιακές επιπτώσεις, αλλά και ψυχοκοινωνικές, γιατί μειώνει το κίνητρο για εργασία και οδηγεί σε απώλεια επαγγελματικής ικανοποίησης, αίσθημα υποαξιοποίησης, ενώ ενισχύει την επαγγελματική ανασφάλεια και, βέβαια, οδηγεί σε σκέψεις αποχώρησης από την εργασία ή/και μετανάστευση».

«Η αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων απαιτεί βαθύ μετασχηματισμό του αναπτυξιακού υποδείγματος της Ελλάδας, σχεδιασμένες κλαδικές επενδύσεις στην καινοτομία και στη δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής προστιθέμενης αξίας, ώστε να αξιοποιηθεί πραγματικά το εκπαιδευτικό κεφάλαιο και οι δεξιότητες των εργαζομένων της χώρας.

Στην κατεύθυνση αυτή σημαντικό ρόλο μπορούν να έχουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, μέσω των οποίων θα επιτυγχάνεται η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας και θα προωθείται η επαγγελματική εκπαίδευση και η συνεχής κατάρτισης των εργαζομένων» υπογραμμίζει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ.

Πηγή: ΑΠΕ