«Ποιος κυβερνά τελικά αυτόν τον τόπο;» Η απάντηση μπορεί να φαντάζει αυταπόδεικτη πως την εξουσία έχει ο εκάστοτε πρωθυπουργός, ωστόσο ο τρόπος διακυβέρνησης διαφέρει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι κυβερνήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη σήμερα και του Αλέξη Τσίπρα λίγα χρόνια πριν, τις οποίες αναλύει στο νέο podcast του Newsbeast o διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης στο ΕΚΠΑ, Νίκος Ζέρβας.
Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου υπό τον τίτλο «Πλοηγώντας το σκάφος της κυβέρνησης – Οργανωτικές θύελλες και λειτουργικές τρικυμίες» (εκδόσεις Ασίνη) συζητά με τον δημοσιογράφο και πολιτικό επιστήμονα, Γεώργιο Σαρρή, για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η δημόσια διοίκηση στην Ελλάδα, αναλύει τον θεσμικό ρόλο του προέδρου της κυβέρνησης και το φαινόμενο του «υπουργειοπληθωρισμού», ενώ ανατρέχει ιστορικά στον τρόπο που ασκούνταν η εκτελεστική εξουσία από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους έως και σήμερα.
Στη συνέντευξη ιχνηλατείται η διαδρομή του πρωθυπουργικού θεσμού στην Ελλάδα, με πυξίδα το Σύνταγμα, την πολιτική πρακτική και την προσωπική φιλοδοξία κάθε προσώπου, ενώ ξετυλίγεται μια πολύπλοκη πραγματικότητα: η μετατόπιση από το συλλογικό στο μονοπρόσωπο μοντέλο διακυβέρνησης, η σύγκρουση θεσμικής θεωρίας με την εφαρμοσμένη πράξη, αλλά και οι εσωτερικές εντάσεις που προκαλεί η φιλοδοξία των βουλευτών για κυβερνητικούς ρόλους.
Η συνταγματική πρόβλεψη περί συλλογικής λειτουργίας της κυβέρνησης μπορεί να παραμένει ενεργή στα χαρτιά, όμως όπως εξηγεί ο κ. Ζέρβας, ήδη από την επιστροφή του Ελευθέριου Βενιζέλου το 1928 καταγράφεται η πρώτη ρωγμή: η ανάγκη πολιτικής αποτελεσματικότητας επέβαλε τότε –και επιβάλλει συχνά και σήμερα– συγκέντρωση εξουσιών στο πρόσωπο του πρωθυπουργού. Το αποτέλεσμα; Ένας θεσμός που κινείται συνεχώς ανάμεσα στο «πρώτος μεταξύ ίσων» και στον «ισχυρό κυβερνήτη».
Ο συνομιλητής δεν διστάζει να εντοπίσει και το μοντέλο του «προσωπικού υπουργείου», στο οποίο υπουργοί ασκούν πολιτική με βάση την προσωπική τους προβολή, παρακάμπτοντας συχνά τον θεσμικό διάλογο ή τη συλλογική έγκριση. Μάλιστα χρησιμοποιεί σχετικά παραδείγματα από την τρέχουσα επικαιρότητα.
Ο ίδιος επισημαίνει παράλληλα τις δομικές αδυναμίες του κυβερνητικού μας μοντέλου: τους συνεχείς ανασχηματισμούς, τις αλλαγές πολιτικής ανάλογα με τον υπουργό, την απουσία ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων και την κυριαρχία της επικοινωνίας έναντι της πολιτικής ουσίας. Όλα αυτά, συνδεδεμένα με την έντονη επιθυμία των περισσότερων βουλευτών να περάσουν από τον κυβερνητικό θώκο, δημιουργούν ένα περιβάλλον στο οποίο η αποτελεσματικότητα και η θεσμική συνοχή πλήττονται.
Ανοίγει, τέλος, και το ερώτημα μιας πιο ριζικής μεταρρύθμισης: Τι θα γινόταν αν η υπουργική ιδιότητα συνεπαγόταν απώλεια της βουλευτικής και προσωρινή αποχή από την κοινοβουλευτική δράση; «Τότε», σημειώνει, «θα έμεναν ελάχιστοι πρόθυμοι να αναλάβουν κυβερνητικό πόστο». Μήπως όμως αυτή θα ήταν και η αρχή για μια πολιτική λειτουργία που θα επέβαλε τη λογοδοσία, τη θεσμική σοβαρότητα και –κυρίως– τη μεταχείριση του υπουργικού αξιώματος όχι ως ανταμοιβή, αλλά ως λειτουργία;