Το «στοίχημα» της έγκαιρης και μη επεμβατικής διάγνωσης του μελανώματος μέσω της ανάπτυξης ενός πρωτοποριακού βιοαισθητήρα έχει θέσει μέσα από την έρευνά της η Ελένη Χατζηλάκου, μια νεαρή επιστήμονας από τη Δράμα, η οποία κάνει το διδακτορικό της στο Imperial College στο Λονδίνο. Στη μάχη αυτή κατά της ασθένειας, που είναι υπεύθυνη για το 80% των θανάτων από καρκίνο του δέρματος, έχει λάβει υποστήριξη μέσα από υποτροφία του Ιδρύματος «Έλενα Ηλιοπούλου Γιαμά».

Τα προγνωστικά δεδομένα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά. Το 2040 αναμένεται αύξηση της θνησιμότητας από το μελάνωμα, την πιο επιθετική μορφή καρκίνου του δέρματος, σχεδόν κατά 50%. Τα δεδομένα αυτά σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή, που βρίσκεται συχνά ως αιτία πίσω από την ασθένεια, αποτέλεσαν την κινητήριο δύναμη για την πτυχιούχο χημικό μηχανικό του ΑΠΘ, Ελένη Χατζηλάκου, να στραφεί προς τη βιοϊατρική μηχανική και συγκεκριμένα να εστιάσει στον καρκίνο του δέρματος.

«Ήθελα να κάνω κάτι που θα έχει κοινωνικό αντίκτυπο, γιατί το θεωρώ υποχρέωσή μου να προσφέρω λύση σε ένα κοινωνικό ζήτημα», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Τα όνειρά της γρήγορα έγιναν στόχοι: να φτιάξει έναν βιοαισθητήρα, μια συσκευή δηλαδή που με τη λήψη βιολογικού υλικού από το περιβάλλον του όγκου, θα αποτελεί ένα εργαλείο για τη διάγνωση του καρκίνου του δέρματος μειώνοντας την ανάγκη για την κλασική βιοψία.

Η λειτουργία του βιοαισθητήρα παραπέμπει στα γνωστά rapid τεστ που όλοι συνηθίσαμε να χρησιμοποιούμε την περίοδο της πανδημίας της Covid-19. Τα βιολογικά σήματα (biomarkers), δηλαδή τις ουσίες που εκκρίνει ο πάσχων οργανισμός, η συσκευή τα ανιχνεύει με τη χρήση κατάλληλων βιοδεκτών (bioreceptors). Στη συνέχεια τα μετατρέπει σε μεταδιδόμενη μορφή, σήμα ή πληροφορία (signal transducer), που τη λαμβάνει ένα διασυνδεδεμένο σύστημα επεξεργασίας στο εργαστήριο.

Η αξιοποίηση βιοαισθητήρων μπορεί να είναι ένας ευρέως διαδεδομένος κλάδος σε ορισμένες ασθένειες, αλλά όχι στον καρκίνο του δέρματος, όπου μπορεί να υπάρχουν κάποιοι βιοαισθητήρες, αλλά εστιάζουν στα μεταγενέστερα στάδια της ασθένειας και δεν έχουν οδηγήσει στη δημιουργία διαγνωστικής συσκευής για χρήση από γιατρούς ή ασθενείς.

Ο βιοαισθητήρας, που σχεδιάζει η κυρία Χατζηλάκου, δεν στοχεύει μόνο στην έγκαιρη διάγνωση της νόσου και στη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης συσκευής που θα μπορεί να αξιοποιηθεί από γιατρούς, ή ακόμα και από ασθενείς, αλλά έχει μία ακόμα σημαντική καινοτομία: τη χρήση μικροβελόνων, με τις οποίες θα γίνεται η λήψη του δείγματος χωρίς πόνο, και την ενσωμάτωση των βιοδεκτών πάνω σε αυτές, ώστε να γίνεται επιτόπου η ανάλυση του υλικού και άρα η διάγνωση.

Απώτερος στόχος της νεαρής ερευνήτριας με τον βιοαισθητήρα που αναπτύσσει είναι «να μειώσουμε όλες τις κοινωνικοοικονομικές διαφορές που υπάρχουν στον κόσμο, γιατί εμείς μπορεί να σκεφτόμαστε βιοψία και παρότι ναι μεν είναι κάτι επίπονο και λίγο ακριβό, είναι κάτι που μπορούμε να κάνουμε. Αλλά αυτό δεν ισχύει για όλους τους ανθρώπους σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, οπότε νομίζω ότι ο μεγαλύτερος μου στόχος είναι να καταφέρω κάτι που να δώσει πρόσβαση στη διάγνωση του καρκίνου του δέρματος σε όλο τον κόσμο», επισημαίνει.

Η υποτροφία

Για την έρευνά της, η Ελένη Χατζηλάκου έχει εξασφαλίσει υποτροφία από το πανεπιστήμιο Imperial, όπου κάνει το διδακτορικό της, ωστόσο έχει λάβει και υποτροφία από το Ίδρυμα «Έλενα Ηλιοπούλου Γιαμά», προκειμένου να καλύψει πρόσθετα έξοδα.

«Η υποτροφία θα λειτουργήσει ως καταλύτης. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν πολύ μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, ιδίως μετά το Brexit, για ερευνητικά πρότζεκτ στην Αγγλία. Και ενώ έχω καταφέρει να εξασφαλίσω υποτροφία για τα δίδακτρα και τον μισθό μου, ωστόσο τα χρήματα που είναι διαθέσιμα για τα ερευνητικά αναλώσιμα και τη δημοσίευση της έρευνας σε συνέδρια είναι πάρα πολύ περιορισμένα. Οπότε η υποτροφία ήρθε την πιο κατάλληλη στιγμή, που οι διαθέσιμοι πόροι εξαντλούνταν. Είμαι πολύ ευγνώμων και τους ευχαριστώ», επισημαίνει η ίδια στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Το μη κερδοσκοπικό ίδρυμα «Έλενα Ηλιοπούλου Γιαμά» δημιούργησε ο Σπύρος Γιαμάς το 2021 στο όνομα της συζύγου του, Έλενας, η οποία πέθανε έπειτα από μάχη με τον καρκίνο του παχέος εντέρου. Στόχος του Ιδρύματος είναι να παρέχει οικονομική στήριξη σε διδακτορικούς ερευνητές που επικεντρώνονται στην έρευνα για την πρόληψη και τη θεραπεία του καρκίνου και δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα αυτοχρηματοδότησης.

Συμπερίληψη των γυναικών στην επιστήμη

Οι κοινωνικές ευαισθησίες της Ελένης Χατζηλάκου δεν περιορίζονται μόνο στη μάχη κατά του καρκίνου του δέρματος. Η νεαρή ερευνήτρια είναι ενεργό μέλος της Εταιρείας Γυναικών Μηχανικών και μέλος της επιτροπής του Οργανισμού Γυναικών στον τομέα STEM στο Imperial College London, λαμβάνοντας πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση των διακρίσεων με βάση το φύλο στους τομείς της Επιστήμης, Τεχνολογίας, Μηχανικής και Μαθηματικών (STEM).

«Για πάρα πολλά χρόνια, ο κόσμος μας και οι τεχνολογίες που ήταν διαθέσιμες ήταν φτιαγμένες στην πλειονότητά τους από άνδρες, παρόλο που προορίζονταν για όλο το κοινωνικό σύνολο», εξηγεί η κυρία Χατζηλάκου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και αναφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Μέχρι πολύ πρόσφατα οι κλινικές μελέτες φαρμάκων δεν ήταν υποχρεωμένες να αναφέρουν αν τα ζώα πάνω στα οποία γίνονταν οι μελέτες ήταν αρσενικού ή θηλυκού φύλου. Ξέρουμε, όμως, ότι τα φάρμακα ανάλογα με τον γονότυπο και τον φαινότυπο μπορούν να επηρεάσουν διαφορετικά τον οργανισμό, οπότε πρόσφατα υποχρεώθηκαν οι ερευνητές να έχουν ίσο αριθμό αρσενικών και θηλυκών ζώων στις κλινικές μελέτες».

Το ζητούμενο για την κα Χατζηλάκου είναι να υπάρχει ταυτόχρονα με την ισότητα «και ισοτιμία, το οποίο στην αρχή αγνοήθηκε. Δηλαδή ξεκινήσαμε να θέλουμε να διαμορφώσουμε ίσες κοινωνίες, αλλά αγνοήσαμε ότι μπορεί κάποιος να χρειάζεται κάτι περισσότερο ή κάτι λιγότερο».

Ωστόσο, όπως διευκρινίζει, «η μοναδικότητα που μπορεί να προσφέρει ο οποιοσδήποτε έχει σχέση με τον άνθρωπο που είναι και όχι με το φύλο του». «Και οι γυναίκες είναι άνθρωποι, ως άνθρωποι έχουν να προσφέρουν πολλά, γι’ αυτό και είναι απαραίτητες. Ο κάθε άνθρωπος, ανάλογα με τα βιώματά του, την προσωπικότητα που έχει διαμορφώσει, τους στόχους και τα όνειρά του και γενικά ό,τι αποτελεί την οντότητά του, έχει κάτι μοναδικό που μπορεί να προσφέρει», καταλήγει.