Σε περίπτωση που δεν καταφέρει άμεσα να συμφωνήσει σε έναν μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό, τότε η Ευρωπαϊκή Ένωση ίσως χρειαστεί να περιορίσει τα σχέδιά της για τόνωση της ανάπτυξης και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, όπως τόνισαν σήμερα Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, καθώς η Γερμανία και άλλα βόρεια κράτη πιέζουν για μείωση των δαπανών.

Η Ε.Ε. έχει έναν επταετή προϋπολογισμό. Το μέγεθος και οι στόχοι του συχνά υπόκεινται σε παρατεταμένες διαπραγματεύσεις μεταξύ των κρατών-μελών της. Ωστόσο, οι διαφωνίες για το επόμενο δημοσιονομικό πλαίσιο για την περίοδο 2021-27 είναι βαθύτερες από τις συνηθισμένες, σε μια περίοδο κατά την οποία το μπλοκ βρίσκεται αντιμέτωπο με τους κινδύνους μιας νέας οικονομικής ύφεσης και της αβεβαιότητας για την έκβαση της διαδικασίας του Brexit -που αναμένεται να οδηγήσει εκτός της Ένωσης τη Μεγάλη Βρετανία, μια από τις χώρες με τις μεγαλύτερες συνεισφορές στα ευρωπαϊκά ταμεία.

«Η μεγάλη μου ανησυχία είναι ότι η Ευρώπη θα βρεθεί σε δύσκολη οικονομική και γεωπολιτική κατάσταση, εάν δεν υπάρχει προϋπολογισμός έως την 1η Ιανουαρίου», δήλωσε ο Γκίντερ Έτινγκερ, ο Ευρωπαίος επίτροπος αρμόδιος για τις συζητήσεις αυτές, σε υπουργούς της Ε.Ε. στο συμβούλιο γενικών υποθέσεων στις Βρυξέλλες.

Ο ίδιος πρόσθεσε ότι η ανάγκη να επιτευχθεί μια συμφωνία, επιτείνεται από την εξασθένηση της οικονομίας του μπλοκ, με τη Γερμανία και άλλα κράτη της Ε.Ε. να βρίσκονται σε στασιμότητα. Δήλωσε ότι θα χρειαστούν χρόνια για να βρεθεί ένα συμβιβασμός με τον σημερινό ρυθμό των διαπραγματεύσεων.

Το μακροπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο χρειάζεται να υιοθετηθεί πολύ νωρίτερα από την ημερομηνία κατά την οποία τίθεται σε ισχύ, διότι πρέπει να μεταφραστεί σε ετήσια προγράμματα δαπανών, για τα οποία επίσης συχνά απαιτούνται μεγάλες διαπραγματεύσεις.

Η Κομισιόν πρότεινε πέρυσι έναν επταετή προϋπολογισμό ύψους περίπου 1,1 τρισ. ευρώ, που θα αντιστοιχεί στο 1,11% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος (ΑΕΕ). Η εκτίμηση δεν περιλαμβάνει τη χρηματοδότηση από τη Μεγάλη Βρετανία, που σχεδιάζεται να αποχωρήσει από την Ε.Ε. στα τέλη Οκτωβρίου.

Σουηδία και Ολλανδία στο πλευρό της Γερμανίας

Ωστόσο, η Γερμανία, η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία και με τη μεγαλύτερη συνεισφορά στον προϋπολογισμό, έκανε γνωστό ότι θέλει να περιορίσει τις δαπάνες στο 1% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος, σύμφωνα με έγγραφο που είδε το Reuters και όπως αναμεταδίδει το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Η Σουηδία και η Ολλανδία στηρίζουν ανοικτά τα πιο επιφυλακτικά σχέδια του Βερολίνου για τις δαπάνες.

Ο προϋπολογισμός για την τρέχουσα επταετή περίοδο αντιστοιχεί επίσης στο 1% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος, αλλά οι Βρυξέλλες είπαν ότι πρέπει να αυξηθεί λόγω των προγραμματισμένων υψηλότερων δαπανών για την έρευνα, την ψηφιακή οικονομία, τον έλεγχο των συνόρων και την άμυνα.

Η Γερμανία ανακοίνωσε ότι το προτεινόμενο όριο θα αποτελεί μια καθαρή αύξηση στις δαπάνες από τα κράτη της Ε.Ε., καθώς το μπλοκ θα πρέπει να τα βγάλει πέρα χωρίς τη συνεισφορά της Μεγάλης Βρετανίας. Ζήτησε, επίσης, να υπάρξουν περισσότερες δαπάνες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Σύμφωνα με τον Ισπανό υπουργό Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, Μάρκο Αγκουιριάνο Νάλντα, οι διαφορές στις προτάσεις καθιστούν σχεδόν αδύνατη την επίτευξη ενός συμβιβασμού πριν το τέλος του έτους.

«Οφείλω να εκφράσω μεγάλη ανησυχία και επιφυλάξεις για την επικρατούσα κατάσταση αναφορικά με το δημοσιονομικό πλαίσιο», δήλωσε στους ομολόγους του. Ο Πολωνός υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, Κόνραντ Σιμάνσκι, δήλωσε κατά την ίδια συνεδρίαση ότι τα μειωμένα όρια για τις δαπάνες αναπόφευκτα θα μεταφραστούν σε χαμηλότερες φιλοδοξίες.

Η επίτευξη ενός συμβιβασμού γίνεται πιο δύσκολη και λόγω των σχεδίων να συνδεθεί η χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση με την τήρηση των αξιών του μπλοκ, συμπεριλαμβανομένου του κράτους δικαίου. Στο εμπιστευτικό έγγραφο που είδε το Reuters, το Βερολίνο ζητά αυτή την «προϋπόθεση».

Η πρόταση αυτή θα μπορούσε να προκαλέσει αντιπαράθεση μεταξύ της φιλελεύθερης Δύσης και των πρώην κομμουνιστικών χωρών , της Πολωνίας και της Ουγγαρίας. Η Ε.Ε. έχει κατηγορήσει Βαρσοβία και Βουδαπέστη ότι υπονομεύουν τη δημοκρατία με αμφιλεγόμενες μεταρρυθμίσεις στον τομέα της Δικαιοσύνης και των ΜΜΕ.