Οι αγροτικές κινητοποιήσεις και τα μπλόκα στους βασικούς οδικούς άξονες της χώρας προκαλούν ένα ντόμινο επιπτώσεων στην οικονομία, με τις συνέπειες να γίνονται αισθητές τόσο στην εφοδιαστική αλυσίδα όσο και στον τουρισμό, αποκαλύπτοντας τις αντοχές αλλά και τα όρια της αγοράς.
Στο τελωνείο του Προμαχώνα, στα σύνορα Ελλάδας – Βουλγαρίας, το σκηνικό επαναλαμβάνεται καθημερινά τις τελευταίες εβδομάδες. Δεκάδες οδηγοί φορτηγών περιμένουν υπομονετικά μέχρι τις 6 το απόγευμα, όταν ανοίγει προσωρινά το πέρασμα, γνωρίζοντας ότι λίγο πριν τις 11 το πρωί της επόμενης ημέρας το τελωνείο θα κλείσει εκ νέου. Τις πρώτες ημέρες των κινητοποιήσεων, οι ουρές έφταναν ακόμη και τα 40 χιλιόμετρα, ενώ πλέον η εικόνα έχει κάπως εξομαλυνθεί, καθώς οι οδηγοί έχουν προσαρμοστεί στο άτυπο «ωράριο» των μπλόκων.
Ωστόσο, η πολύωρη αναμονή παραμένει ιδιαίτερα προβληματική, ειδικά για ευπαθή προϊόντα και πρώτες ύλες που μεταφέρονται με φορτηγά-ψυγεία. Τα συστήματα ψύξης έχουν συγκεκριμένα όρια λειτουργίας και κάθε επιπλέον ώρα ακινησίας αυξάνει τον κίνδυνο αλλοίωσης των φορτίων. Την ίδια στιγμή, Βούλγαροι οδηγοί αποφεύγουν πλέον τη διέλευση προς την Ελλάδα, φοβούμενοι πολυήμερο εγκλωβισμό στο εσωτερικό της χώρας, γεγονός που έχει οδηγήσει μεγάλες εταιρείες να αναζητούν Έλληνες μεταφορείς για να καλύψουν τα δρομολόγια.
Οι καθυστερήσεις έχουν ήδη προκαλέσει σοβαρές αρρυθμίες στην εφοδιαστική αλυσίδα. Αν και προς το παρόν δεν παρατηρούνται ελλείψεις στα ράφια των σούπερ μάρκετ, εργοστάσια και επιχειρήσεις λιανικής αντιμετωπίζουν καθυστερήσεις στην παραλαβή πρώτων υλών και εμπορευμάτων. Ενδεικτικό είναι ότι διαδρομές όπως Θεσσαλονίκη – Αθήνα, που υπό κανονικές συνθήκες διαρκούν περίπου 6,5 ώρες, φτάνουν πλέον έως και τις 11. Το αυξημένο λειτουργικό κόστος είναι ήδη εμφανές, με τις μεταφορικές χρεώσεις να καταγράφουν άνοδο από 10% έως 25% λόγω καυσίμων, επιπλέον ωρών οδήγησης και χρόνου αδράνειας των οχημάτων. Τα ναύλα στο βασικό δρομολόγιο Αθήνα – Θεσσαλονίκη έχουν αυξηθεί από τα 600 στα περίπου 700 ευρώ, επιβαρύνοντας τον κλάδο των σούπερ μάρκετ με επιπλέον κόστος έως και 200.000 ευρώ μηνιαίως, το οποίο προς το παρόν απορροφάται, όχι όμως επ’ αόριστον.

Παράλληλα, οι επιπτώσεις των μπλόκων γίνονται αισθητές και στον τουρισμό, με έντονες γεωγραφικές διαφοροποιήσεις. Η Κεντρική Ελλάδα και ειδικότερα περιοχές όπως η Μαγνησία και τα Τρίκαλα καταγράφουν τις μεγαλύτερες απώλειες σε κρατήσεις, ενώ αντίθετα η Ήπειρος, η Πελοπόννησος και σε μικρότερο βαθμό η Βόρεια Ελλάδα εμφανίζονται πιο ανθεκτικές. Εκεί, η ισχυρή ζήτηση της εορταστικής περιόδου κάλυψε σε μεγάλο βαθμό τις αρχικές ακυρώσεις, με πληρότητες που σε αρκετές περιπτώσεις άγγιξαν το 85% και 90%.
Στελέχη του κλάδου επισημαίνουν, ωστόσο, ότι ακόμη και στις περιοχές που άντεξαν, η συνολική εμπειρία των ταξιδιωτών επηρεάστηκε αρνητικά, με συνεχή τηλεφωνήματα για την προσβασιμότητα και εμφανή υποτονικότητα στην εστίαση και την ψυχαγωγία σε σχέση με πέρυσι. Σε άλλες περιοχές, όπως το Πήλιο και τα Τρίκαλα, οι ακυρώσεις οδήγησαν σε πτώση στις πληρότητες που σε ορισμένες περιπτώσεις αγγίζει το 40%.
Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η εικόνα στη Μαγνησία, μια περιοχή που ακόμη προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της από την κακοκαιρία «Daniel». Εκεί, οι πληρότητες εκτιμάται ότι δύσκολα θα ξεπεράσουν το 50%, από προσδοκίες που κυμαίνονταν στο 70% έως 90%, με τους επαγγελματίες να δηλώνουν ότι παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις και να αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο διεκδίκησης αποζημιώσεων.
Κοινός παρονομαστής, τόσο στον τουρισμό όσο και στις μεταφορές, είναι ότι η αγορά δείχνει να αντέχει προς το παρόν, απορροφώντας το κόστος και τις δυσλειτουργίες. Ωστόσο, παράγοντες της οικονομίας προειδοποιούν ότι αν η κατάσταση παραταθεί, οι πιέσεις δεν αποκλείεται να περάσουν τελικά στον καταναλωτή, ενώ οι μικρότερες, οικογενειακές επιχειρήσεις της περιφέρειας βρίσκονται ήδη στα όρια των αντοχών τους.