Οι προτάσεις και οι πρακτικές για να γίνουν οι ελληνικές πόλεις πιο όμορφες, λειτουργικές και βιώσιμες τέθηκαν επί τάπητος στο πλαίσιο της Prodexpo 2025, όπου αναδείχθηκαν οι αδυναμίες αλλά και οι μεγάλες δυνατότητες του ελληνικού αστικού τοπίου.
Από την πολυπλοκότητα της νομοθεσίας και την έλλειψη συλλογικού οράματος μέχρι την αξία της αρχιτεκτονικής ως τέχνης και όχι μόνο ως εργαλείου ανάπτυξης, οι παρεμβάσεις των ομιλητών κατέδειξαν ότι ο δρόμος προς τις βιώσιμες ελληνικές πόλεις περνά μέσα από τη συνεργασία, τον σεβασμό στη δημόσια σφαίρα και την ενίσχυση της σχέσης των πολιτών με το περιβάλλον τους.
Η κυρία Ρένα Σακελλαρίδου, Ομότιμη Καθηγήτρια του ΑΠΘ και Ιδρύτρια της RS SPARCH, τόνισε ότι οι ελληνικές πόλεις δεν είναι όμορφες, τακτοποιημένες και επαρκώς πράσινες. «Οι πόλεις μας πάσχουν, και η πολυπλοκότητα της νομοθεσίας που συχνά δεν υλοποιείται επιδεινώνει την κατάσταση», ανέφερε.
Η κυρία Σακελλαρίδου υπογράμμισε τις ευκαιρίες που προσφέρει η πρόσβαση στη θάλασσα, παραθέτοντας παραδείγματα όπως η Αθήνα, όπου ένα μεγάλο παραλιακό μέτωπο από τη Δραπετσώνα θα μπορούσε να αλλάξει την εικόνα της πόλης, ή η Θεσσαλονίκη, όπου η προσπάθεια της Dimand στη δυτική πλευρά έχει τη δυνατότητα να ανατρέψει την τάση απομάκρυνσης από το κέντρο. Παράλληλα, επεσήμανε την ανάγκη να αναδειχθεί η αρχιτεκτονική ως καλλιτεχνική προσέγγιση, όχι απλώς ως εμπορικό προϊόν.
Η σύγχρονη ελληνική πόλη έχει αποκοπεί από την ιστορία της, χάνοντας πολύτιμα «διαμάντια» της σύγχρονης αρχιτεκτονικής με αποτέλεσμα ότι «η διακοπή της συνέχειας οδήγησε σε μία χαοτική κατάσταση», τόνισε ο κ. Γιάννης Βεντουράκης, Αρχιτέκτονας και Πρόεδρος του ΔΣ της BETAPLAN. «Η αντιμετώπιση του ιστορικού περιβάλλοντος απαιτεί μεγάλες αποφάσεις της πολιτείας, όχι μόνο για τα αρχαία μνημεία» αλλά και για τα νεότερα κτίρια που συνθέτουν την καθημερινή εικόνα της πόλης, πρόσθεσε.
Ο κ. Σπύρος Κλείσσας, Partner στην Georges Batzios Architects, υπογράμμισε ότι το γεγονός ότι κτίσματα του μεσοπολέμου εξαφανίζονται, αντικαθιστώμενα από πολυκατοικίες, δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη πηγή ανησυχίας καθώς «το θέμα είναι το νέο να έχει τις αρετές του προηγούμενου και να βελτιώνει την αρχιτεκτονική έκφραση». Σημειώνοντας ότι η ζωή των πόλεων καθοδηγεί και την αρχιτεκτονική ανέφερε ότι «Η αναρχία της πόλης για κάποιους έχει μία γοητεία, από τη νεογραφικότητα έως την αίσθηση ότι αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου».
Από την εμπειρία της Βαρκελώνης, ο κ. Μίνως Διγενής, Διευθύνων Σύμβουλος της Minos Digenis Arquitectos Barcelona, τόνισε ότι οι πολίτες αγαπούν την πόλη τους επειδή συμμετέχουν σε έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό. «Δεν μπορούμε να αναπαράξουμε το μοντέλο της Βαρκελώνης» είπε. «Στην Βαρκελώνη έχουν χτιστεί όλα και τώρα διορθώνουν τα λάθη. Οι πολίτες “κατακτούν” την πόλη και τη σέβονται». Όπως είπε, η μετάβαση σε πόλεις του μέλλοντος θα απαιτήσει συνεργασία των δημοτικών αρχών και στρατηγικό σχεδιασμό, ώστε οι πολίτες να αναλάβουν τον δικό τους ρόλο στην πόλη.
Ο κ. Νικόλας Τραβασάρος, Founding Partner, Architect ARB, RIBA, Divercity Architects, τόνισε την έλλειψη συλλογικής αντίληψης: «Η ελληνική πόλη είναι προϊόν ατομικής πρωτοβουλίας και όχι στρατηγικού σχεδίου. Το στρατηγικό όραμα είναι ασαφές, ειδικά στις μικρότερες πόλεις όπως η Πάτρα. «Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς και το γεγονός ότι οι κάτοικοι περπατούν περισσότερο μέσα στην πόλη τους βοηθάνε να αναπτυχθεί η αίσθηση της κοινότητας», σημείωσε, προσθέτοντας ότι «θα είναι καθοριστικό για την Αθήνα να καταφέρει να έχει σοβαρή δημόσια συγκοινωνία».
Η Αθήνα μόλις αρχίζει να αποκτά συνείδηση της γειτονιάς και να προστατεύει τον δημόσιο χώρο είπε από την πλευρά του ο κ. Σπύρος Τσαγκαράτος, Πρόεδρος και Managing Director, ASPA-KST. Παρά τα βάρη του παρελθόντος, η πόλη εμφανίζει πλέον ποιοτικά στοιχεία, υποστήριξε, προσθέτοντας ότι η αρχιτεκτονική προχωρά σε έξυπνα κτίρια. Ωστόσο, η ελληνική κοινωνία παραμένει συντηρητική, γεγονός που καθυστερεί την υιοθέτηση νέων πρακτικών.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Dimand κ. Δημήτρης Ανδριόπουλος, αφού ανέφερε ότι η εταιρεία έχει «ποντάρει ότι η Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει τον μεγαλύτερο μετασχηματισμό με θετικό πρόσημο τα επόμενα χρόνια», έστειλε το μήνυμα ότι η Ελλάδα «με τους δικούς της ρυθμούς, βρίσκει συνεχώς τρόπο να εξελίσσεται» και προσέθεσε ότι παρότι αυτό γίνεται «χωρίς στρατηγική» εκτίμησε ότι με το ταλέντο, την ιστορία και τους οικονομικούς πόρους που διαθέτει η χώρα «θα προχωρήσουμε και θα κάνουμε όλοι μαζί καλύτερες τις ελληνικές πόλεις.»
Κλείνοντας τη συζήτηση, η κυρία Όλγα Ίτσιου, COO της Dimand, τόνισε ότι το όραμα της Dimand «είναι οι βιώσιμες αναπτύξεις, με κυρίαρχο τον ρόλο της αρχιτεκτονικής» και παράλληλα έκανε έκκληση «να γίνουμε λιγότερο ατομικιστές και να αγαπάμε περισσότερο τις πόλεις μας».