Η ελληνική αγορά εργασίας αλλάζει πρόσωπο. Η δημογραφική γήρανση σε συνδυασμό με την εκροή νέων στο εξωτερικό, οδηγούν σε μια πραγματικότητα όπου αλλοιώνεται η σύνθεση του εργατικού δυναμικού της χώρας με περισσότερους εργαζόμενους σε μεγαλύτερες ηλικιακές κατηγορίες και λιγότερους στις νεότερες, δημιουργώντας αλυσίδα στρεβλώσεων στην αγορά εργασίας. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι προσωρινό, αλλά βαθιά διαρθρωτικό – και αν δεν αντιμετωπιστεί με στρατηγικές πολιτικές, θα πλήξει την ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Οι έρευνες δείχνουν ότι έως το έτος 2050 ο πληθυσμός στην επικράτεια θα είναι ένα εκατομμύριο λιγότερος, ενώ η χώρα μας σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ θα υποχρεωθεί να αυξήσει τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης κατά σχεδόν 1,5 χρόνο έως το 2035 και κατά συνολικά 2,8 χρόνια έως το 2050, αλλιώς δεν θα υπάρχουν χρήματα για να πληρωθούν οι συντάξεις.

Ο καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας, πρόεδρος του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), πρόσφατα έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου: «Η Ελλάδα γερνάει και χάνει τους ανθρώπους που είναι πιο παραγωγικοί. Η δημογραφική γήρανση και η μείωση του εργατικού δυναμικού είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος». Ο ίδιος σημείωσε πως «στην αγορά εργασίας παρατηρούμε δραματική υποχώρηση των ηλικιών 30-44 ετών, που είναι η ραχοκοκαλιά της παραγωγής και της καινοτομίας».
Σύμφωνα με τον κ. Λιαργκόβα, το φαινόμενο έχει ήδη σημαντικές επιπτώσεις: «Είχαμε μείωση κατά 69.000 των 30άρηδων το 2024 και ταυτόχρονα μείωση της απασχόλησης στην ίδια ηλικιακή ομάδα κατά 37.700 άτομα. Αυτό δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Η αγορά εργασίας δεν ανανεώνεται, και η παραγωγικότητα απειλείται».
Οι προβλέψεις του ΟΟΣΑ είναι εξίσου αποκαρδιωτικές για την Ελλάδα. Eνώ το 2022 ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων είναι 39 (για κάθε 100 εργαζομένους υπάρχουν 39 ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών), το 2050 ο δείκτης εξάρτησης θα είναι 74,4 και θα μειωθεί στο 60 το 2070.
Ραγδαία μεταβολή του πληθυσμού έως το 2050
Σύμφωνα με τις πρόσφατες μελέτες, ο πληθυσμός της Ελλάδας σε ηλικία εργασίας (20-64 ετών) προβλέπεται να μειωθεί κατά 1,7 εκατομμύρια άτομα μέχρι το 2050. Αντίστοιχα, το ποσοστό των πολιτών άνω των 65 ετών θα αυξηθεί, αλλάζοντας ριζικά την αναλογία εργαζομένων/συνταξιούχων. «Από 1,64 εργαζόμενους ανά συνταξιούχο σήμερα, θα πέσουμε κοντά στο 1,1. Αυτό δεν είναι απλώς ένα ασφαλιστικό ζήτημα. Είναι υπαρξιακό για την ελληνική οικονομία», τονίζει ο Λιαργκόβας.
Οι αιτίες πίσω από την εξαφάνιση των 30άρηδων
Οι βασικοί λόγοι για τη μείωση των 30άρηδων στην αγορά εργασίας είναι:

- Υπογεννητικότητα: Οι γενιές που ενηλικιώνονται σήμερα είναι αριθμητικά μικρότερες.
- Brain drain: Η μετανάστευση νέων επιστημόνων και εργαζομένων έχει αδειάσει τη χώρα από ανθρώπινο κεφάλαιο υψηλής εξειδίκευσης.
- Αβεβαιότητα, επισφάλεια: Πολλοί νέοι εργάζονται σε επισφαλείς συνθήκες, χωρίς προοπτική.
Επιπτώσεις στο ασφαλιστικό και την παραγωγικότητα
Η δημογραφική γήρανση πλήττει άμεσα το ασφαλιστικό σύστημα. Καθώς οι εισφορές μειώνονται και οι συντάξεις αυξάνονται, το σύστημα πιέζεται. Η έκθεση του ΙΟΒΕ και το μοντέλο του ΚΕΠΕ επιβεβαιώνουν πως χωρίς ενίσχυση της απασχόλησης και αύξηση της παραγωγικότητας, το δημοσιονομικό βάρος θα γίνει δυσβάσταχτο.
Το Ageing Report για το 2024 που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το οποίο εκπονήθηκε από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή και εξετάστηκε από την Ομάδα Εργασίας για τη Γήρανση (AWG-EPC), παρουσιάζει αναλυτικά τις επιπτώσεις της δημογραφικής γήρανσης στο ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα έως το 2070, με βάση τη νομοθεσία που ίσχυε έως την 1/12/2023.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της Ελλάδας θα μειωθεί από 10,4 εκατομμύρια το 2022 σε 7,8 εκατομμύρια το 2070, ενώ η αναλογία εξαρτώμενων ηλικιωμένων (65+) προς τον ενεργό πληθυσμό (20-64) θα αυξηθεί από 39% σε 66%. Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής και η μείωση των γεννήσεων αναμένεται να εντείνουν τις πιέσεις στο ασφαλιστικό σύστημα, ενώ ήδη από το 2022, η συνταξιοδοτική δαπάνη ανήλθε στο 14,5% του ΑΕΠ και προβλέπεται να μειωθεί σταδιακά στο 12% έως το 2070.
Παρά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (όπως ο νόμος 4387/2016 και η εισαγωγή του ΤΕΚΑ για την επικουρική ασφάλιση), η γήρανση του πληθυσμού επιβαρύνει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συστήματος. Ο μέσος χρόνος καταβολής σύνταξης θα φτάσει τα 22,6 χρόνια το 2070, ενώ η μέση ηλικία εξόδου από την εργασία θα αγγίξει τα 67,9 έτη.
Η μελέτη καταλήγει ότι η διατηρήσιμη πορεία του ασφαλιστικού συστήματος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διατήρηση των μεταρρυθμίσεων, την ενίσχυση της απασχόλησης και την προσαρμογή των συνταξιοδοτικών παραμέτρων στο προσδόκιμο ζωής.