Οι τιμές στην αγορά κατοικίας συνεχίζουν να καταγράφουν αυξητικές τάσεις, σε επίπεδα που ξεπερνούν την εξέλιξη των εισοδημάτων. Η απόσταση μεταξύ κόστους στέγασης και οικονομικών δυνατοτήτων των νοικοκυριών διευρύνεται, με σημαντικές επιπτώσεις στη δυνατότητα αγοράς ή ενοικίασης κατοικίας.

Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση της Eurobank, η Ελλάδα παρουσιάζει συγκρίσιμο επίπεδο κόστους κατοικίας με άλλες χώρες της ευρωζώνης. Ωστόσο, η επιδείνωση των δεικτών από το 2021 και μετά, ιδίως για τα μεσαία και χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, επισημαίνεται ως ιδιαίτερα έντονη. Το αυξημένο κόστος διαβίωσης και η δυσκολία εξεύρεσης κατοικίας εντείνουν τις πιέσεις στην καθημερινότητα μεγάλου μέρους του πληθυσμού.

Ένας από τους βασικούς παράγοντες είναι η περιορισμένη προσφορά διαθέσιμων κατοικιών. Η κατασκευαστική δραστηριότητα παραμένει χαμηλή σε σχέση με τη ζήτηση, η οποία προέρχεται τόσο από εγχώριους αγοραστές όσο και από επενδυτές του εξωτερικού. Παρά την αυξημένη ζήτηση, ο αριθμός νέων κατοικιών που εισέρχεται στην αγορά είναι ανεπαρκής. Την ίδια στιγμή, ενώ οι αγοραπωλησίες έχουν ενισχυθεί, τα στεγαστικά δάνεια εξακολουθούν να κινούνται σε χαμηλά επίπεδα, λόγω έλλειψης αποταμιεύσεων ή περιορισμένης τραπεζικής δανειοληπτικής ικανότητας.

Η αύξηση των τιμών δεν έχει ακόμη ενεργοποιήσει έντονη κινητικότητα στον κατασκευαστικό κλάδο. Παράγοντες όπως η έλλειψη εργατικού δυναμικού, οι χρονοβόρες αδειοδοτήσεις και η πολυπλοκότητα του θεσμικού πλαισίου επηρεάζουν την ταχύτητα αντίδρασης της αγοράς. Επιπλέον, μέτρα που ενισχύουν κυρίως τη ζήτηση –όπως οι επιδοτήσεις σε υποψήφιους αγοραστές– δεν συνοδεύονται από αντίστοιχη αύξηση στην προσφορά, γεγονός που λειτουργεί επιβαρυντικά στις τιμές.

Η αντιμετώπιση της κατάστασης, σύμφωνα με τις τραπεζικές εκτιμήσεις, προϋποθέτει παρεμβάσεις που στοχεύουν στην αύξηση του αποθέματος κατοικιών. Προτεραιότητα δίνεται στη μείωση των καθυστερήσεων στις μεταβιβάσεις, την επίσπευση των δικαστικών διαδικασιών για εκκρεμείς υποθέσεις ακινήτων και την ολοκλήρωση θεσμικών εργαλείων όπως το Κτηματολόγιο και το Ηλεκτρονικό Μητρώο Ταυτότητας Κτηρίου. Παράλληλα, ζητείται η επιτάχυνση του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού για τον καθορισμό περιοχών στις οποίες μπορεί να πραγματοποιηθεί νέα δόμηση.

Ακίνητα

Στην κατεύθυνση ενίσχυσης της διαθεσιμότητας στέγης, αναδεικνύεται και ο ρόλος της κοινωνικής κατοικίας. Η δυνατότητα δημιουργίας κατοικιών με κοινωνικά κριτήρια –μέσω συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, αξιοποίησης κρατικής γης και φορολογικών κινήτρων– τίθεται στο επίκεντρο των συζητήσεων.

Σε ορισμένες περιπτώσεις εξετάζονται και περιοριστικά μέτρα στη χρήση ακινήτων για εμπορικούς σκοπούς, όπως οι βραχυχρόνιες μισθώσεις ή η μαζική αγορά από επενδυτικά κεφάλαια. Οι προτάσεις αυτές τίθενται στο τραπέζι όταν διαπιστώνεται απορρύθμιση της ισορροπίας στην αγορά.

Τέλος, στο τραπέζι τίθεται και η διάσταση της στεγαστικής πολιτικής ως τμήμα της αναπτυξιακής στρατηγικής. Η προσέλκυση επενδύσεων στον κατασκευαστικό τομέα προϋποθέτει θεσμική σταθερότητα και σαφείς κανόνες, ενώ ζητούμενο παραμένει η ολοκλήρωση των τοπικών πολεοδομικών σχεδίων και η ορθολογική επέκταση των οικισμών.

Η ζήτηση για στέγη συνδέεται και με τις δημογραφικές τάσεις. Η αδυναμία πολλών νέων να διαμορφώσουν σταθερές συνθήκες διαβίωσης επηρεάζει αποφάσεις για οικογένεια και παραμονή στη χώρα. Η πίεση στο στεγαστικό περιβάλλον, σύμφωνα με τις αναλύσεις, λειτουργεί ως παράγοντας που επηρεάζει τη γενικότερη δυναμική του πληθυσμού και την κοινωνική σταθερότητα.